Θανάσης Παπακωνσταντίνου Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου (Αχός, 2014) |
Με τον Θανάση η αλήθεια είναι ότι έχω περάσει πολλές ώρες μαζί. Ίσως περισσότερες από ό,τι έπρεπε. Αλλά όπως και να 'χει αρκετές για να τον αναφέρω με το μικρό του. Έχασα το ενδιαφέρον μου λοιπόν, μετά από τον δίσκο που έκανε με τον καραγκιόζη. Ο οποίος καραγκιόζης, που στην πραγματικότητα είναι περισσότερο χατζηαβάτης, έχει να βγάλει σοβαρό δίσκο από το 1972, και κατάφερε να παρασύρει και τον Θανάση στην απύθμενη μετριότητά του. Οπότε δεν θα έμπαινα στον κόπο να ακούσω αυτόν εδώ τον δίσκο αν δεν με τραβούσε για κάποιον ανεξήγητο λόγο το εξώφυλλο. Πέρα από το ότι είναι τουλάχιστον το τελευταίο που θα περίμενες έξω από δουλειά του Θανάση, πρώτον νομίζω ότι το έχω ξαναδεί κάπου, ή μάλλον κάτι παρόμοιο, και δεύτερον είναι πολύ όμορφη φωτογραφία. Οπότε το πήρα το cd. Και μετά από (πάρα) πολλές ακροάσεις φτάνουμε εδώ.
Ένα ακόμα παράδοξο που διαπίστωσα αρχικά λοιπόν, είναι ότι ο δίσκος έχει μια χατζιδακική χροιά. Σε δύο επίπεδα. Το πρώτο, το πιο εμφανές, έχει να κάνει με τη μουσική και τις ενορχηστρώσεις. Η εισαγωγή για παράδειγμα ή το πρώτο μισό του supermoon. Αλλά ακόμα περισσότερο το Φίλεμα που γυροφέρνει στα απάτητα μονοπάτια του μεγάλου ερωτικού. Το δεύτερο επίπεδο όμως, έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Σκέφτομαι το εισαγωγικό κείμενο από την μυθολογία:
Πέρασα από πολλά στάδια στην ακρόαση είναι αλήθεια. Το πρώτο είχε να κάνει με ένα από τα βασικά προβλήματα που συναντάς στους δίσκους του Θανάση: τις φωνητικές ερμηνείες. Στην αρχή λοιπόν ένιωθα ότι οι φωνές καταστρέφουν τις μουσικές που υπάρχουν από κάτω, ότι δεν τις αφήνουν να φανούν και να αναπτυχθούν. Και αναπολούσα το τι ωραίος δίσκος ήταν το “η βροχή από κάτω”. Αλλά μετά άρχισα να προσέχω τους στίχους και να συνειδητοποιώ το όλο θέμα τις μυθολογίας. Και ξάφνου η μουσική πέρασε σε δεύτερο πλάνο. Και όσο το άκουγα και καταλάβαινα καλύτερα, η μουσική άρχισε να μου φαίνεται λίγη. Ο χρόνος με βοήθησε τελικά να φτάσω στο τρίτο στάδιο: Αυτό όπου η μουσική και οι στίχοι δεν διαχωρίζονται. Η μυθοπλασία συντελείται και από τα δύο ταυτόχρονα.
Και εκεί που αποτυγχάνει, το κάνει και στα δύο ταυτόχρονα. Στην Ηλιόπετρα για παράδειγμα. Αγνοώντας το ότι για μία ακόμα φορά δεν τον γλυτώσαμε τον Μάλαμα, τίποτα δεν μοιάζει να δουλεύει: οι στίχοι γίνονται σχεδόν γραφικοί, η μουσική είναι αναχρονιστικός Θανάσης και η ερμηνεία... είπαμε, ας το αγνοήσουμε. Το χειρότερο είναι ότι βρίσκεται εκεί στη μέση και σπάει τον δίσκο στα δύο. Αλλά οι αστοχίες σταματάνε εδώ. Από εκεί και πέρα υπάρχουν όμορφες στιγμές, αλλά και κάμποσα σημεία όπου οι μύθοι έχουν αρχίσει να παίρνουν σάρκα και οστά. Όπως Η Αλίκη στη Χώρα των Τραυμάτων που με ηλεκτρική καθοδήγηση, τζαζ πινελιές και ένα απίστευτο ρεφρέν που σε πιάνει εξ' απροόπτου, ξεχωρίζει αμέσως. Ή το A. Select που μας βρίσκει σε post rock ήχους. Και το Μήδεια-Μα που σου καρφώνεται στο μυαλό. Η το Θηρίο όπου οι υπέροχοι στίχοι υπογραμμίζονται ιδανικά από τη μουσική.
Αλλά αυτό που υπερβαίνει όλα τα υπόλοιπα, και κάνει τον μύθο μαγικό, έρχεται λίγο πριν από το τέλος. Το Φίλεμα, λοιπόν, είναι ότι πιο όμορφο έχω ακούσει εδώ και πολύ καιρό, όχι από τον Θανάση, γενικότερα. Είναι από αυτά το κομμάτια που υπερβαίνουν τόσο πολύ τους συμβατικούς τρόπους που έχουμε να ακούμε και να καταλαβαίνουμε τη μουσική, που δεν μπορείς να το περιγράψεις. Η αναφορά στον μεγάλο ερωτικό που έκανα στην αρχή δεν ήταν τυχαία. Θα μπορούσε να ήταν εκεί μέσα. Και ειλικρινά, δεν έχω ξανακούσει κομμάτι για το οποίο θα μπορούσα να πω κάτι αντίστοιχο. Αλλά και αυτό θέλει τον χρόνο του. Τις πρώτες 10 φορές πίστευα ότι ήταν ημιτελές. Στιχουργικά και μουσικά. Ώσπου πρόσεξα την τελευταία πρόταση. Έτσι φτιάχνονται οι μυθολογίες, στα ξαφνικά, ανύποπτα και εκεί που δεν το περιμένεις. Ή έτσι νομίζεις. Γιατί στην πραγματικότητα προκύπτουν γιατί όλα είναι τόσο όμορφα δουλεμένα και τοποθετημένα.
Οπότε ξαναγυρίζω στο Θανάση. Και μόνο το Φίλεμα θα έφτανε. Πόσο μάλλον που υπάρχουν και όλα τα άλλα.
8.5
Those will burn: Το Φίλεμα, Χαρτοκόπτης, Η Αλίκη στη Χώρα των Τραυμάτων, Το Θηρίο.
Ένα ακόμα παράδοξο που διαπίστωσα αρχικά λοιπόν, είναι ότι ο δίσκος έχει μια χατζιδακική χροιά. Σε δύο επίπεδα. Το πρώτο, το πιο εμφανές, έχει να κάνει με τη μουσική και τις ενορχηστρώσεις. Η εισαγωγή για παράδειγμα ή το πρώτο μισό του supermoon. Αλλά ακόμα περισσότερο το Φίλεμα που γυροφέρνει στα απάτητα μονοπάτια του μεγάλου ερωτικού. Το δεύτερο επίπεδο όμως, έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Σκέφτομαι το εισαγωγικό κείμενο από την μυθολογία:
“σαν γνήσιος στρατηγός το ΄65 θέλησα να κάνω στην Ελλάδα μια επανάσταση. Αντί για τανκ, πήρα ένα παιδί - έφηβο μελαχρινό και όμορφο από την παιδική χορωδία των ανακτόρων και του είπα να τραγουδήσει. Μου λέει: «για να τραγουδήσω χρειάζομαι καινούργιους μύθους». - Πολύ σωστά, σκέφθηκα. Και με τον Γκάτσο αρχίσαμε να κατασκευάζουμε μύθους τον έναν μετά τον άλλο [...] Κι ο ένας μύθος έμπαινε πάνω στον άλλο κι έγιναν τόσοι πολλοί και τόσοι δυνατοί που τρόμαξε το παιδί, τρόμαξε ο κόσμος, τρόμαξε και η εταιρία που θα έβγαζε τον δίσκο. Όλοι τρομάξανε εκτός απ' τον Γκάτσο κι εμένα που εξακολουθήσαμε με περισσότερο πάθος την κατασκευή και σύνθεση των μύθων, ξεχνώντας εντελώς την επανάσταση που είχα προγραμματίσει...”Αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει ο Θανάσης σε αυτόν τον δίσκο. Χωρίς το μελαχρινό αγόρι (εκτός και αν μετράς τον Μάλαμα), τα ανάκτορα και την χορωδία μεν, αλλά με την δημιουργία μύθων στο μυαλό. Και τους μύθους τους χρειαζόμαστε τώρα, όσο και τότε, όσο τίποτα άλλο. Αλλά το φτιάξεις μύθους και να τους δώσεις ζωή δεν είναι εύκολο.
Πέρασα από πολλά στάδια στην ακρόαση είναι αλήθεια. Το πρώτο είχε να κάνει με ένα από τα βασικά προβλήματα που συναντάς στους δίσκους του Θανάση: τις φωνητικές ερμηνείες. Στην αρχή λοιπόν ένιωθα ότι οι φωνές καταστρέφουν τις μουσικές που υπάρχουν από κάτω, ότι δεν τις αφήνουν να φανούν και να αναπτυχθούν. Και αναπολούσα το τι ωραίος δίσκος ήταν το “η βροχή από κάτω”. Αλλά μετά άρχισα να προσέχω τους στίχους και να συνειδητοποιώ το όλο θέμα τις μυθολογίας. Και ξάφνου η μουσική πέρασε σε δεύτερο πλάνο. Και όσο το άκουγα και καταλάβαινα καλύτερα, η μουσική άρχισε να μου φαίνεται λίγη. Ο χρόνος με βοήθησε τελικά να φτάσω στο τρίτο στάδιο: Αυτό όπου η μουσική και οι στίχοι δεν διαχωρίζονται. Η μυθοπλασία συντελείται και από τα δύο ταυτόχρονα.
Και εκεί που αποτυγχάνει, το κάνει και στα δύο ταυτόχρονα. Στην Ηλιόπετρα για παράδειγμα. Αγνοώντας το ότι για μία ακόμα φορά δεν τον γλυτώσαμε τον Μάλαμα, τίποτα δεν μοιάζει να δουλεύει: οι στίχοι γίνονται σχεδόν γραφικοί, η μουσική είναι αναχρονιστικός Θανάσης και η ερμηνεία... είπαμε, ας το αγνοήσουμε. Το χειρότερο είναι ότι βρίσκεται εκεί στη μέση και σπάει τον δίσκο στα δύο. Αλλά οι αστοχίες σταματάνε εδώ. Από εκεί και πέρα υπάρχουν όμορφες στιγμές, αλλά και κάμποσα σημεία όπου οι μύθοι έχουν αρχίσει να παίρνουν σάρκα και οστά. Όπως Η Αλίκη στη Χώρα των Τραυμάτων που με ηλεκτρική καθοδήγηση, τζαζ πινελιές και ένα απίστευτο ρεφρέν που σε πιάνει εξ' απροόπτου, ξεχωρίζει αμέσως. Ή το A. Select που μας βρίσκει σε post rock ήχους. Και το Μήδεια-Μα που σου καρφώνεται στο μυαλό. Η το Θηρίο όπου οι υπέροχοι στίχοι υπογραμμίζονται ιδανικά από τη μουσική.
Αλλά αυτό που υπερβαίνει όλα τα υπόλοιπα, και κάνει τον μύθο μαγικό, έρχεται λίγο πριν από το τέλος. Το Φίλεμα, λοιπόν, είναι ότι πιο όμορφο έχω ακούσει εδώ και πολύ καιρό, όχι από τον Θανάση, γενικότερα. Είναι από αυτά το κομμάτια που υπερβαίνουν τόσο πολύ τους συμβατικούς τρόπους που έχουμε να ακούμε και να καταλαβαίνουμε τη μουσική, που δεν μπορείς να το περιγράψεις. Η αναφορά στον μεγάλο ερωτικό που έκανα στην αρχή δεν ήταν τυχαία. Θα μπορούσε να ήταν εκεί μέσα. Και ειλικρινά, δεν έχω ξανακούσει κομμάτι για το οποίο θα μπορούσα να πω κάτι αντίστοιχο. Αλλά και αυτό θέλει τον χρόνο του. Τις πρώτες 10 φορές πίστευα ότι ήταν ημιτελές. Στιχουργικά και μουσικά. Ώσπου πρόσεξα την τελευταία πρόταση. Έτσι φτιάχνονται οι μυθολογίες, στα ξαφνικά, ανύποπτα και εκεί που δεν το περιμένεις. Ή έτσι νομίζεις. Γιατί στην πραγματικότητα προκύπτουν γιατί όλα είναι τόσο όμορφα δουλεμένα και τοποθετημένα.
Οπότε ξαναγυρίζω στο Θανάση. Και μόνο το Φίλεμα θα έφτανε. Πόσο μάλλον που υπάρχουν και όλα τα άλλα.
8.5
Those will burn: Το Φίλεμα, Χαρτοκόπτης, Η Αλίκη στη Χώρα των Τραυμάτων, Το Θηρίο.