Showing posts with label Black Rebel Motorcycle Club. Show all posts
Showing posts with label Black Rebel Motorcycle Club. Show all posts

Monday, March 18, 2013

Black Rebel Motorcycle Club - Specter At the Feast

Black Rebel Motorcycle Club
Specter At the Feast
(Abstract Dragon, 2013)

Το να κάθεσαι να κλαίς από απογοήτευση για κάθε καινούργιο δίσκο των BRMC είναι αρκετά κουραστικό. Από το 2005 και το Howl τα παληκάρια από το Σαν Φραντζίσκο έβγαζαν τη μία μαλακία μετά την άλλη (ειδικά αυτό το the effects of 333...ω θεοι..).

Έφτασε το ρημάδι το '13, και έχοντας στην πλάτη τους μια τραγική απώλεια (αν δεν κάνω λάθος πατέρας του μπασίστα και μηχανικός του ήχου τους) για να καταφέρουν να γυρίσουν στις ρίζες τους και να φτιάξουν ένα δίσκο αν όχι ισάξιο, τουλάχιστον σε παρόμοια επίπεδα με τον Take them on, on your own.

Ο δίσκος είναι αρκετά ισοροπημένος, αν και μερικές φορές κατηφορίζει αρκετά προς την μελαγχολία και έχει μέσα κομματάρες όπως το Fire Walker αλλά και την διασκευή από τους call's (συγκρότημα του πατέρα του Been) Let the day Begin. Ακολουθούν τα Returning και Lullaby δίνοντας την εντύπωση πως το συγκρότημα σίγουρα έχει μαλακώσει ώσπου μπαίνει το μπάσο του Hate the Τaste και αρχίζεις να κουνάς το πόδι ρυθμικά όπως έκανες καμια 10αρια χρόνια πίσω όταν άκουγε δίσκο τους, τραγουδώντας μαζί τους το ρεφρεν. Το rival (αν και κάποιος μου είπε ότι θυμίζει τρομερά ένα κομμάτι των lcd sountsystem) είναι αρκετά ζωντανό και είναι το κατάλληλο ζέσταμα για να μπει το Teenage Disease. ΚΟΜΜΑΤΑΡΑ απλά όμορφα κι ωραία.
Ακολουθεί το Some Kind of Ghost, ένα γκοσπελικό κομμάτι, που στοιχειώνει το δίσκο, με τον Robert Been να τραγουδά sweet lord, I'm coming home, σε μια φανταστική νεκρώσιμη ακολουθία..

Δεν ξέρω αν περίμενα να ξανακούσω με τέτοια ευχαρίστηση καινούργιο δίσκο των BRMC. όμως κατάφεραν να μου θυμίσουν πολλά από το ρημάδι το παρελθον...το βόλο, το γκρεμισμένο πια astoria, τα στραβα μου δάχτυλα που ήθελαν να παίξουν το red eyes and tears...το tshirt που έχει γίνει small από τα χιλιάδες πλυσίματα και συνεχίζω να θέλω να το φοράω...
Το ότι μπόρεσαν να ξαναβγάλουν καλό δίσκο, είναι για μένα απο τις μεγαλυτερες χαρές του '13 και το let the day begin ξαναπαίζει και ξαναπαίζει...



8,5

Those will burn: Fire Walker, Let the day Begin, Teenage Disease, Hate the taste




Sunday, November 15, 2009

Black Rebel Motorcycle Club - Live

Black Rebel Motorcycle Club

Black Rebel Motorcycle Club Live

( 2009)


Θυμάμαι πριν περίπου 3, 3.5 χρόνια, ήμουν στο San Francisco. Είχαμε φτάσει στο τέλος ενός οδικού ταξιδιού που περιλάμβανε καζίνο, φαράγγια, ερήμους, αγγέλους και διάφορα τέτοια υπέροχα πράγματα. Στη διαδρομή από LA – San Fran λοιπόν είχα καταφέρει να κοιμηθώ χάνοντας ολόκληρη την εμπειρία του να ταξιδεύεις στο highway 101, που όπως μου επιβεβαίωσαν και οι συνταξιδιώτες μου είναι από τις ομορφότερες διαδρομές… (νομίζω ότι στο Big Sur ξύπνησα για λίγο…). Αμετανόητος παρόλα αυτά, αφού έφτασα στην πόλη, κοιμήθηκα και εκεί κανονικά. Ξυπνάω το επόμενο πρωί λοιπόν, ψιλοζαλισμένος από τον πολύ ύπνο, ντύνομαι βιαστικά και κατεβαίνω στο lobby του ξενοδοχείου, που μετά τα motels από το οποία είχαμε περάσει τις τελευταίες εβδομάδες, φαινόταν υπερπολυτελέστατο. Καθώς ντυνόμουν όμως, είχα βάλει τυχαία και ένα κόκκινο μπλουζάκι BRMC που είχα πάρει από μία συναυλία τους πρίν από μερικούς μήνες. Ενώ ψάχνω λοιπόν να βρω το πρωινό, με πλησιάζει ο κύριος που ήταν εκεί για να μεταφέρει τις αποσκευές των πελατών, ένας κοντούλης, μαυριδερός κύριος, με λατινοαμερικάνικες ρίζες ίσως, 55 με 60 χρονών, και μου κάνει με τον πιο απλό τρόπο, ‘ήσουν στην συναυλία χθες?’. Ψιλοκολάω εγώ και αρχίζω να σκέφτομαι ότι ίσως τελικά δεν κοιμόμουν ολόκληρη την χθεσινή μέρα, αλλά ο συνομιλητής μου με επαναφέρει στην πραγματικότητα δείχνοντάς μου τη μπλούζα μου. Του εξηγώ με τη σειρά μου και εγώ, ότι δεν τους είχα δει το προηγούμενο βράδυ, αλλά πριν από δύο μήνες, και όχι στην έδρα τους αλλά στο St. Louis, οπότε μου απαντάει εκείνος: ‘δεν ήταν καταπληκτικοί?’ με μία απίστευτη λάμψη στα μάτια του. Είμαι σίγουρος ότι του απάντησα με την ίδια ακριβώς λάμψη στα μάτια μου. Το μόνο μου έχω να πω για τον δίσκο είναι: Ακούστε τον και πείτε μου, δεν είναι καταπληκτικοί? Έχει να κάνει με αυτήν τη λάμψη που προκύπτει από την κοινωνία σε ένα ροκ εν ρολ συμβάν. Και έχει να κάνει με όλα όσο περιέγραψα παραπάνω…

8.9

Those will burn: κάπου εκεί στη μέση του δίσκου, με τα επανωτά κτυπήματα από τα Red Eyes and Tears, As Sure As the Sun, American X, Spread your Love και Love Burns, η δεκαπεντάλεπτη, επιληπτική εκτέλεση του Heart and Soul που κλείνει τον δίσκο (one will burn!), και χωρίς αμφιβολία εσείς που θα τον ακούσετε!



Thursday, October 15, 2009

Subculture(s) #002: Changing Colors

gen•re (zhän'rə) A category of artistic composition, as in music or literature, marked by a distinctive style, form, or content: "his six String Quartets ... the most important works in the genre since Beethoven's" (Time). - dictionary.com

Οι μουσικές ταμπέλες, που κατατάσσουν δίσκους και συγκροτήματα σε γενικότερες, ή λιγότερο γενικότερες, κατηγορίες, πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι χρήσιμες. Σκεφτείτε ότι είστε σε ένα blog με 40 καινούργιες κυκλοφορίες που δεν ξέρετε. Τι είναι το πρώτο πράγμα που κοιτάτε για να αποφασίσετε τι θα κατεβάσετε; Κατά 90% τα tags που περιγράφουν το είδος της μουσικής. Αν αρχίζαμε να απαριθμούμε μουσικά genres αυτή τη στιγμή, δεν θα τελειώναμε ούτε σε μία εβδομάδα. Αλλά η δημιουργία των genres πέρα από την παροχή βοήθειας ως προς την πλοήγηση μέσα στις τεράστιες ποσότητες μουσικής που ηχογραφούνται σήμερα βοηθάει και σε κάτι άλλο: Στη δημιουργία ενοτήτων, ‘σκηνών’, υποκουλτούρων. Βοηθάει τα συγκροτήματα να βρουν το κοινό τους και αντίστοιχα το κοινό να βρει νέα συγκροτήματα αναπτύσσοντας μεταξύ τους παράξενες και πολύ ιδιαίτερες σχέσεις. Από την άλλη, όσο δημιουργικά και βοηθητικά και αν είναι τα genres, δεν παύουν να είναι πάντα μία μορφή κατηγοριοποίησης. Και η κατηγοριοποίηση έχει πάντα και εξ’ ορισμού λίγο φασισμό μέσα της. Τι γίνεται για παράδειγμα με μουσικές που δεν χωράνε σε κάποια υπάρχουσα κατηγορία; Αν είναι πολύ καλές μπορεί να δημιουργήσουν μία καινούργια κατηγορία, σωστά, αν δεν είναι; Ή, για να μπαίνουμε σιγά σιγά στο θέμα αυτού του Subculture(s), τι γίνεται με συγκροτήματα που για κάποιο λόγο αλλάζουν κατηγορία; Πως μπορεί ένας μουσικός, που ενώ έπαιζε μέχρι πρότινος death metal ανακάλυψε ξαφνικά μία μαύρη φλέβα μέσα του και το γύρισε στη neo-soul, να κάνει αυτό το crossover και να βρει ένα νέο ακροατήριο; Γιατί τα genres μπορεί να είναι χρήσιμα στην αρχή, αλλά πολύ εύκολα μπορούν να γίνουν περιοριστικά εμποδίζοντας την εξέλιξη μουσικών και κοινού. Εδώ λοιπόν, παρουσιάζουμε τέσσερις δίσκους που σήμαιναν μία πολύ σημαντική αλλαγή για τους μουσικούς, και που δυστυχώς έπεσαν πάνω στον τοίχο του διπλανού genre σπάζοντας, συνήθως, τα μούτρα τους.

Paradise Lost
Host 1999

Οι Paradise Lost, ήταν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα συγκροτήματα των ‘90ς. Ξεκίνησαν με τον πρώτο τους δίσκο το 1990 (Lost Paradise), παίζοντας σχετικά αδιάφορο death metal (μη φοβάστε, δεν το γύρισαν σε neo-soul) αλλά από τον δεύτερο κιόλας δίσκο τους, όπως δηλώνει και ο τίτλος του (Gothic, 1991) άρχισαν να προσθέτουν στοιχεία γοτθικής μουσικής δημιουργώντας ουσιαστικά ένα νέο genre, το gothic metal. Οι επόμενοι τρεις δίσκοι τους (Shades of God – 1992, Icon – 1993, Draconian Times – 1995) αποτελούν επέκταση αυτής της gothic οπτικής στο metal, πάντα όμως με νέα στοιχεία να προστίθενται (παρεμπιπτόντως, πρόκειται για τρεις από τους καλύτερους metal δίσκους των ‘90ς). Ταυτόχρονα γίνονται αρκετά γνωστοί στην ηπειρωτική Ευρώπη (και κυρίως σε Ιταλία, Ελλάδα και Γερμανία). Το 1997 λοιπόν κυκλοφορούν το One Second (για μένα από τους καλύτερους δίσκους των 90ς) όπου κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα ηλεκτρονικά στοιχεία και οι επιρροές από Smiths και Depeche Mode. Η εξέλιξη αυτή είχε βέβαια σχεδόν προδιαγραφεί από την μέχρι τώρα πορεία τους, αλλά μοιραία τους οδήγησε έξω από τα χωράφια του metal. Ευτυχώς, λίγο λόγω κεκτημένης ταχύτητας, λίγο λόγω της ύπαρξης – ακόμα – των ηλεκτρικών κιθάρων ο δίσκος τα πάει σχετικά καλά. Οπότε οι Paradise Lost συνεχίζουν την φυσική τους πορεία ηχογραφώντας αυτόν εδώ το δίσκο. Αλλοίμονο όμως, το Host είναι αμιγώς ηλεκτρονικό. Αφήστε δε ότι κούρεψαν και τα μακριά τους τα μαλλιά! Σύσσωμη η μεταλλική κοινότητα τους πετάει στην πυρά αποδεικνύοντας την στενομυαλιά της. Ακόμα θυμάμαι τις συνεντεύξεις τους εκείνη την περίοδο όπου απεγνωσμένα προσπαθούσαν να εξηγήσουν ότι δεν πέταξαν τις κιθάρες τους, απλά τις χρησιμοποιούν διαφορετικά. Εξίσου στενόμυαλη όμως αποδεικνύεται και η ‘ηλεκτρονική κοινότητα’ που δεν καταδέχεται να ακούσει ένα δίσκο που προέρχεται από metal συγκρότημα. Και ξαφνικά οι Paradise Lost βρίσκονται χωρίς κοινό. Μεγάλο κρίμα όμως, γιατί το Host είναι ένα υπέροχο διαμαντάκι σκοτεινής pop μουσικής. Οι επιρροές από Depeche Mode να είναι περισσότερο από εμφανείς, ενώ κομμάτια όπως το So much is Lost, Permanent Solution, Behind the Gray θα μπορούσαν υπό άλλες συνθήκες να γίνουν χιτάκια. Επιπλέον, το Host, είναι από τα πιο χτυπητά παραδείγματα του ότι τα μουσικά όρια είναι πάντα τεχνητά. Γιατί δεν προέκυψε σαν μία στιγμιαία απόφαση για αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης αλλά σαν φυσιολογική εξέλιξη του συγκροτήματος που έφτασε από το death metal της αρχής στην ηλεκτρονική pop του Host μέσα από μία διαδικασία εξέλιξης διάφανη και ξεκάθαρη. Δυστυχώς αυτή η διαδικασία διακόπηκε βίαια εδώ. Κάπως έπρεπε να επιβιώσουν οι άνθρωποι, οπότε στον επόμενο δίσκο τους επαναφέρουν τις κιθάρες ενώ από εκεί και πέρα επιστρέφουν και στον ευρύτερο χώρο του metal. Η ποιότητα των δουλειών τους συνεχίζει να είναι αρκετά ψιλά βέβαια, αλλά…

Black Rebel Motorcycle Club
Howl 2005

Το 2001 μας επιφύλασσε δύο υπερηχητικά ντεμπούτο που το στιγμάτισαν μουσικά. Το Is This It των Strokes και το BRMC των Black Rebel Motorcycle Club. Το πρώτο κατάφερε να αντιγράψει με τον πιο ιδιοφυή τρόπο το σύνολο της μέχρι τότε ιστορίας του indie rock προσφέροντάς το μας στην οικονομική συσκευασία του ενός δίσκου. Το δεύτερο πατώντας πάνω στο σώμα (ή πτώμα;) των Jesus and Mary Chain μας πρόσφερε ένα εθιστικό σύνολο ροκ εν ρολ τραγουδιών με το απαραίτητο feedback. Μπορεί να μην τα πήγαν τόσο καλά εμπορικά όσο οι Strokes, αλλά απέκτησαν το κοινό τους. Η δεύτερη προσπάθειά τους, Take Them On, On Your Own, σε παρόμοιο κλίμα, ανεβάζει τα γκάζια και προσθέτει πολύ περισσότερο feedback και φασαρία. Και εκεί που περιμέναμε το τρίτο χτύπημα, μας παρουσιάζουν το 2005 το Howl. Στο οποίο συνειδητοποιούν ότι δεν κατάγονται από τη Γλασκώβη, αλλά από το San Francisco, ενώ διαπιστώνουν ότι εκτός από τους Jesus and Mary Chain υπάρχει και ο Bob Dylan. Εκεί που περιμένεις γκάζια δηλαδή, σου έρχεται ένα δείγμα από country, gospel και blues που είναι αλήθεια, στην αρχή ακούγετε λίγο παράξενο. Ως αποτέλεσμα, ένα μεγάλο μέρος του κοινού τους τους γυρίζει την πλάτη αδυνατώντας να ταυτιστεί με την τόσα ‘ραγδαία’ αλλαγή. Βέβαια, τίποτα δεν γίνεται ξαφνικά. Είναι λίγο αφελές και μάλλον αποτέλεσμα του ότι μας αρέσει να μένουμε στην επιφάνια να νομίζει κανείς ότι οι BRMC άλλαξαν μέσα σε μία νύκτα. Όλα τα χαρακτηριστικά του Howl υπάρχουν και στις δύο προηγούμενες δουλειές τους, απλά ήταν κριμένα κάτω από τους γρήγορους ρυθμούς, το feedback και τη φασαρία. Έτσι οι Αμερικανοί σε αυτόν το δίσκο δεν άλλαξαν, απλά μας παρουσιάστηκαν γυμνοί· και κατά μία έννοια πιο ουσιαστικοί και αυθεντικοί. Αλίμονο όμως, η υποδοχή δεν ήταν τόσο καλή (κυρίως στην Ευρώπη). Αποτέλεσμα το Baby 81 στο οποίο ναι μεν ξαναγυρίζουν στις rock ‘n’ roll συνθέσεις αλλά δυστυχώς ακούγονται πλέον στείροι και κενοί. Βέβαια η ιστορία με τους BRMC έχει και συνέχεια καθώς πρόσφατα κυκλοφόρησαν το The Effects of 333, ένα σύνολο από instrumental ηχοτοπία, το οποίο φαντάζομαι είχε ως στόχο να διώξει κάθε οπαδό της μέχρι τότε μουσικής τους… αλλά αυτό το αφήνουμε για μία άλλη φορά…

Tindersticks
Simple Pleasures 1999

Με το Curtains του 1997 οι Tindersticks ουσιαστικά συνοψίζουν και ανακεφαλαιώνουν αυτό που είχαν αναπτύξει με τους δύο πρώτους τους δίσκους: Ρομαντική, σκοτεινή μουσική, γεμάτη απόγνωση και μία διάχυτη αίσθηση ματαιότητας. Και το έκαναν με τον καλύτερο τρόπο. Αλλά με το Curtains έγινε επίσης προφανές ότι οι Tindersticks είχαν εξαντλήσει αυτή τη μουσική κατεύθυνση. Σαν ώριμοι μουσικοί προφανώς το συνειδητοποίησαν αυτό, έτσι το 1999 κυκλοφορούν το Simple Pleasures, όπου αλλάζουν κατεύθυνση ριζικά. Το φως αρχίζει να μπαίνει στις συνθέσεις τους, ενώ το πομπώδες ύφος των προηγούμενων δίσκων τους δίνει τη θέση του σε απαλές soul συνθέσεις με gospel αποχρώσεις που τους φέρνει με ένα περίεργο τρόπο πολύ κοντά στον ήχο των Lambchop. Το αποτέλεσμα είναι σχεδόν εκθαμβωτικό μέσα στην απλότητά του. Οι πιο λεπτές αποχρώσεις βρίσκουν το δρόμο τους και δημιουργούν μία ζεστασιά που δύσκολα συναντάς σε άλλους δίσκους. Κομμάτια όπως το If You're Looking For A Way Out, το Pretty Words, ή το Before You Close Your Eyes σε κάνουν να απορείς ως προς τι έκαναν τόσο καιρό. Οδηγούνταν προς αυτόν τον δίσκο θα έλεγα εγώ, απλά διάλεξαν ένα πολύ περίεργο δρόμο. Δυστυχώς απ’ ό,τι φαίνεται η αλλαγή ήταν μεγάλη για τον κόσμο που τους ακολουθούσε μέχρι τότε και ο δίσκος δεν έτυχε και τόσο θερμής υποδοχής. Πραγματικά, τι μεγάλη απογοήτευση πρέπει να είναι για έναν μουσικό το να δημιουργεί έναν τόσο όμορφο δίσκο και να βλέπει τον κόσμο να του γυρίζει την πλάτη επειδή απλά δεν ικανοποιεί τις προσδοκίες του. Εδώ βέβαια, πρέπει να σημειώσω, ότι ο δίσκος τα πήγε πολύ καλά στην Ελλάδα. Για μια φορά το ελληνικό κοινό έδειξε ανοικτόμυαλο, οφείλω να το παραδεκτώ.

The Stone Roses
Second Coming 1994

Το ντεμπούτο των Stone Roses έχει ήδη περάσει στην ιστορία ως ‘ένας από τους καλύτερους δίσκου όλων των εποχών’. Δικαίως θα προσθέσω, αν και τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί δεν μου γεμίζουν και πολύ το μάτι. Το ότι άλλαξε το ρου της βρετανικής μουσικής πάντως δεν μπορεί να το παραγνωρίσει κανένας. Πέντε χρόνια μετά οι Stone Roses αποφασίζουν επιτέλους να κυκλοφορήσουν τον δεύτερο δίσκο τους. Από τη μία οι απαιτήσεις υψηλές, από την άλλη το μουσικό τοπίο στη Βρετανία έχει αλλάξει: η ξενέρωτη Britpop κυριαρχεί παντού (ειρωνικό βέβαια, καθώς οι Stone Roses βοήθησαν πολύ στη γέννησή της – τι να κάνεις, ένας καλός δίσκος μπορεί να έχει και αρνητικές συνέπιες) ενώ τον κόσμο τον ενδιαφέρει περισσότερο να παρακολουθεί τους blur και τους oasis να πλακώνονται παρά η ίδια η μουσική που παράγεται. Οι Stone Roses λοιπόν γυρίζουν την πλάτη τους σε όλα αυτά και ηχογραφούν ένα δίσκο τελείως εκτός κλίματος. Πιστεύω ότι πραγματικά ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να κάνουν. Από την μία δεν θα είχε κανένα νόημα να προσπαθήσουν να αναπαράγουν το παρελθόν τους (που ούτως ή άλλως είχε πάρει πια μυθικές διαστάσεις) από την άλλη θα ήταν ξεπεσμός να ακολουθήσουν τον συρμό. Έτσι το αλήτικο rock του second coming ακούγεται πραγματικά τίμιο, μία ανάσα ουσιαστικής μουσικής μέσα στις τσιχλόφουσκες της εποχής (αυτό το NME έχει καταστρέψει την βρετανική μουσική). Όμορφες συνθέσεις, rock ‘n’ roll διάθεση, καταπληκτική κιθαριστική δουλειά. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Το μυθικό status του ντεμπούτου τους όμως είχε άλλη γνώμη. Από την μία τους εξασφαλίζει μία θέση στα charts, από την άλλη δημιουργεί μία στρατιά απογοητευμένων ακροατών. Λογικό μεν, αφού ο χαρακτήρας του δίσκου είναι πολύ διαφορετικός, άσκημο δε, γιατί οδήγησε ουσιαστικά στη διάλυση του συγκροτήματος.