Thursday, February 17, 2011

Subculture(s) #004: Stormbringer

Τον τελευταίο καιρό περνάω μία περίοδο άρνησης όσο αφορά τη μουσική. Καλύτερα, μία περίοδο άρνησης όσο αφορά την καινούργια μουσική. Ίσως να είναι ένα είδος κορεσμού, από τους πολλούς δίσκους, τα άπειρα mp3s, και τη μη ουσιαστική επαφή με τη μουσική, όπως αυτή προκύπτει μοιραία όταν κατεβάζεις 2-3 δίσκους τη μέρα· προφανώς δεν μπορείς να τους ακούσεις. Οπότε όλο και πιο συχνά ανατρέχω στο παρελθόν και κυρίως στο δικό μου (μουσικό) παρελθόν. Στην εποχή δηλαδή όπου ο μόνος τρόπος επαφής με τη μουσική ήταν τα cd και τα βινύλια. Όταν έχεις πρόσβαση σε ένα δίσκο κάθε μία, ίσως και δύο, εβδομάδες, τότε τον ακούς πολύ πιο προσεκτικά, πολλές φορές, και ξανά και ξανά. Το να ξανακούω εκείνους τους δίσκους λοιπόν τώρα μου δημιουργεί μία αίσθηση ασφάλειας. Ξέρω σχεδόν όλους τους στίχους απέξω, τις μελωδίες, τη διαδοχή των κομματιών. Ανεξάρτητα από το αν η μουσική μπορεί πλέον να με εκφράσει, δημιουργεί μία ζεστασιά.
Οπότε είπα σήμερα να γράψω κάτι για εκείνες τις μέρες, όταν τη φαντασία μου μονοπωλούσαν από τη μία οι κόσμοι του Michael Moorcock και του Tolkien, και από την άλλη του Poe και του Lovecraft. Θα αφήσω τη σκοτεινή πλευρά για κάποια άλλη φορά, και θα επικεντρωθώ στην… ηρωική. O Tolkien βέβαια είναι πλέον πασίγνωστος. Μεσολάβησαν τρία blockbusters με τον άρχοντα των δακτυλιδιών του. Από την άλλη, ο Moorcock είναι κατά μία έννοια, το αντίπαλο δέος στον ‘ιδανικό’ κόσμο του Tolkien. Οι ήρωές του δεν μάχονταν απαραίτητα για τα πιο ‘αγνά’ ιδανικά, ούτε χαίρονταν τόσο όταν θριάμβευε το καλό. Άσε που οι κόσμοι του είχαν βαθιά εντυπωμένα μέσα τους τα χρώματα του LSD, και όλων των άλλων παραισθησιογόνων που χρησιμοποιούσε ο δημιουργός τους. Ανάμεσα στις δημιουργίες του λοιπόν, χωρίς αμφιβολία ο Βασιλιάς είναι ο Έλρικ του Μελιμπορνέ. Απόγονος μίας αρχαίας φυλής εξωγήινων που εποίκησε τη γη πριν πολλές γενιές, τυχαίνει να είναι ο τελευταίος αυτοκράτορας του πανίσχυρου βασιλείου του. Επίσης τυχαίνει βέβαια να μην τρελαίνετε ιδιαίτερα για αυτή του τη θέση. Και σαν να μην έφτανε αυτό είναι και ιδιαίτερα ασθενικός, κρατιέται στη ζωή μόνο με βότανα. Η ιστορία του λοιπόν ξεκινάει όταν παίρνει στην κατοχή του το Stormbringer (aka ‘the black blade’, έναν δαίμονα με τη μορφή σπαθιού. Το σπαθί δίνει στον Ελρικ την ενέργεια και τη δύναμη που του λείπει, αλλά δυστυχώς για να βρει αυτή την ενέργεια χρειάζεται να καταβροχθίζει… ψυχές. Έτσι ο Elric στην πορεία του αφήνει σωρούς από πτώματα, εχθρών και φίλων. Αφήνει λοιπόν το βασίλειό του και αρχίζει να περιπλανιέται στον κόσμο των ανθρώπων σε μία τραγική πορεία, στην ουσία καταδικασμένη από την αρχή. Ο αντιήρωας του Moorcock, όπως ήταν λογικό προσέλκυσε αρκετούς ανθρώπους από το μουσικό κόσμο που τον πήραν μαζί με τις τραγικές του ιστορίες και τον χρησιμοποίησαν στους στίχους τους, πολλές φορές με τη βοήθεια του ίδιου του Moorcock. Τα αποτελέσματα δεν ήταν πάντοτε τα καλύτερα, αλλά έχουν το ενδιαφέρον τους.

Blue Oyster Cult
Fire of Unknown Origin 1981

Εδώ μάλλον θα ταίριαζε καλύτερα ο προηγούμενος δίσκος τους, που περιέχει το Black Blade, σε στίχους του Moorcock, το οποίο αναφέρεται φυσικά στο ζωηρό σπαθί του Έλρικ. Δυστυχώς όμως, το Cultösaurus Erectus είναι ο χειρότερος δίσκος τους, που με δυσκολία μπορώ να τον ακούσω, πόσο μάλλον να γράψω για αυτόν. Στο Fire of Unknown Origin όμως ανακάμπτουν με τον καλύτερο τρόπο. Ο Moorcock τους βοηθάει και πάλι με τους στίχους ενός κομματιού, που αυτή τη φορά σχετίζεται λίγο πιο έμμεσα με τον Ελρικ: To Veteran Of The Psychic Wars, γραμμένο αρχικά για το soundtrack της ταινίας ‘heavy metal’, είναι ίσως ένα από τα καλύτερα κομμάτια τους. Ονειρικό και χαμένο στα σύννεφα, καθρεπτίζει ιδανικά την ατμόσφαιρα των βιβλίων του Moorcock, την τραγικότητα και τη ματαιότητα των προσπαθειών του ήρωά του. ‘Did I hear you say that this is victory?’. Από την άλλη ο υπόλοιπος δίσκος περιέχει μερικές από τις πιο λαμπερές στιγμές των Blue Oyster Cult: Sole Survivor, Vengeance, After Dark, Joan Crawford, και φυσικά το Burning For You, λατρεμένο κομμάτι. Hard rock στην καλύτερη εκδοχή του, που αποχαιρετάει τα 70s και καλωσορίζει τα 80s.

Hawkwind
The Chronicle of the Black Sword 1986

Οι Hawkwind, ήταν η πρώτη μπάντα που συνέδεσε με το όνομά της με τον Moorcock. Ήδη το 1975 ηχογραφούν το Warrior on the edge of time, βασισμένοι αρκετά στον Eternal Champion του Moorcock, ο οποίος υπογράφει και πολλούς από τους στίχους. Δέκα χρόνια μετά επανέρχονται, αυτή τη φορά με στίχους που διαπραγματεύονται άμεσα τις ιστορίες του Έλρικ και του σπαθιού του. Σαν ιδέα, ο ψυχεδελικός και γεμάτος παραισθησιογόνα μουσικός κόσμος των Hawkwind μοιάζει να είναι ιδανικός σύντροφος στον αντίστοιχα ψυχεδελικό κόσμο του Έλρικ. Στην πράξη τα πράγματα δεν είναι και τόσο ιδανικά. Όχι ότι ο δίσκος είναι άσκημος, αλλά δεν έχει και κάτι ιδιαίτερο. Οι Hawkwind περιφέρονται στιχουργικά στους κόσμους του Έλρικ με άνεση, αλλά μουσικά ακούγονται αρκετά προβλέψιμοι και λίγο επίπεδοι. Το αστείο είναι ότι το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, το Needle Gun, είναι και το μοναδικό που έχει διαφορετική θεματολογία, κινούμενο σε πιο ‘steampunk’ μονοπάτια (και ένα καταπληκτικό εξώφυλλο για το single). Όχι άσκημα… αλλά έχουν και αρκετά καλύτερες δουλειές. Α, και κάτι μάλλον άσχετο: οι Hawkwind ήταν μία από τις 2 χειρότερες συναυλίες που έχω δει στη ζωή μου, πριν 8-9 χρόνια (η δεύτερη ήταν των Modest Mouse…).

Diamond Head
Borrowed Time 1982

Οι Diamond Head ήταν ένα από τα πολλά συγκροτήματα αυτού που ονομάστηκε NWOBHM (new wave of british heavy metal that is…) και ο πρώτος τους δίσκος θεωρείτε από τους πιο κλασσικούς στο είδος. Βέβαια, δεν νομίζω ότι πλέον θα τους θυμόταν και πολύς κόσμος αν δεν υπήρχαν οι Metallica, οι οποίοι για κάποιο λόγο τους λάτρευαν… Το Borrowed Time είναι ο δεύτερος δίσκος τους, όπου βρίσκουμε τον Έλρικ να κοσμεί το εξώφυλλο και να αποτελεί το θέμα του ομώνυμου κομματιού. Μουσικά ο δίσκος κινείτε σε αρκετά πιο εμπορικά/μελωδικά μονοπάτια από την πρώτη τους και κλασσική δουλειά. Προφανώς προσπάθησαν να ‘ανοίξουν’ τον ήχο τους ώστε να βρουν απήχηση σε μεγαλύτερα ακροατήρια. Η ιστορία λέει ότι δεν τα κατάφεραν, και η μουσική που περιέχεται εδώ μάλλον εξηγεί το γιατί. Ευτυχώς υπάρχουν κάποιες στιγμές που ξεφεύγουν από το μέτριο. Στο ένα άκρο το Call me, εμπορικό hard rock της σειράς μεν, με υπέροχη κολλητική μελωδία στο ρεφραίν δε. Στο άλλο άκρο το Borrowed Time, με διαφορά το καλύτερο κομμάτι, αντλεί την έμπνευσή του από τον τραγικό χαρακτήρα της ζωής του Έλρικ και με την πολύ όμορφη, μελωδική μουσική του διασώζει το δίσκο από την ολοκληρωτική καταστροφή.

Cirith Ungol
One Foot in Hell 1986

Μέχρι και το 1986 που βγήκε αυτός ο δίσκος, η κατάρα του stormbringer φαίνεται ότι έπιανε και τα συγκροτήματα που αποφάσιζαν να τραγουδήσουν για αυτό. Οι Cirith Ungol είναι ένα από τα πιο cult heavy metal συγκροτήματα των ‘80s. Ποτέ δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από το underground, και κυκλοφόρησαν από το 80 μέχρι το 91 τέσσερις δίσκους με τον Έλρικ πάντα να κοσμεί τα εξώφυλλά τους (το όνομά τους όμως προέρχεται από τον Tolkien), αλλά με πολύ λίγο κόσμο να τους παρατηρεί. Η αλήθεια είναι ότι η μουσική τους πρόταση είναι αρκετά ιδιαίτερη. Κατ’ αρχήν ο τραγουδιστής τους, διαθέτει μία φωνή που φαντάζομαι ότι είναι σχεδόν εκνευριστική/ανυπόφορη για τους περισσότερους. Η μουσική τους επίσης είναι δυσπρόσιτη, ακατέργαστη και με ξεχωριστή ‘ιδιοσυγκρασία’. Αλλά αυτές οι ιδιαιτερότητες που τους στέρησαν την ευρύτερη αποδοχή, τους χάρισαν και το ‘cult status’ που έχουν έως σήμερα. Το One Foot in Hell είναι μάλλον ο χειρότερος δίσκος τους, αλλά και ο μόνος στον οποίο ασχολούνται στιχουργικά με τον Ελρικ (η κατάρα που έλεγα στην αρχή…): To Nadsokor δανείζεται τον τίτλο του από το όνομα της πόλης των ζητιάνων στον κόσμο του Έλρικ και μιλάει και αυτό για τη μοίρα του ήρωα… Ο ακατέργαστος ήχος τους είναι σαφώς το μεγάλο τους ατού, ακόμα και σε αυτόν το δίσκο που ακούγονται λίγο αποπροσανατολισμένοι. Νομίζω ότι το καλύτερο κομμάτι του δίσκου είναι το ομώνυμο, που βρίσκεται και στο τέλος του.

Domine
Champion Eternal 1997

Όμως η κατάρα που ήθελε του δίσκους που ασχολούνται με τον αλμπίνο φίλο μας να κινούνται στη μετριότητα, δεν ήταν γραφτό να σπάσει μέχρι και το 1997. Και μάλιστα από εκεί που δεν θα το φανταζόσουν: μία μπάντα από την Ιταλία. Βέβαια, οι Domine δεν ήταν ακριβώς καινούργιοι στο χώρο. Υπήρχαν σαν συγκρότημα από το 1986 και μέχρι το 1997 είχαν ηχογραφήσει 4 demo tapes, χωρίς να μπορέσουν να τραβήξουν την προσοχή κανενός. Αλλά αυτοί απ’ ό,τι φαίνεται δεν το έβαλαν κάτω. Η μουσική που περιέχεται στο Champion Eternal λοιπόν, είναι η συμπύκνωση όλων αυτών των 10 χρόνων. Αλλά αυτή η ακριβώς η συμπύκνωση είναι που δημιουργεί το απίστευτα εκρηκτικό αποτέλεσμα. Φανταστείτε, μιλάμε για μουσική που τη δούλευαν 10 χρόνια (αφού τα περισσότερα τραγούδια υπάρχουν σε πρωτόλειες εκδοχές στα demos), ουσιαστικά χωρίς καμία ανταπόκριση, και ξαφνικά κάποιος τους είπε ‘οκ, άντε κάντε και εσείς ένα δίσκο’. Όλο το πάθος για αυτό που έκαναν, αυτό που τους κράτησε ζωντανούς, διοχετεύτηκε στα 60 λεπτά του Champion Eternal. Το αποτέλεσμα, ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, όπως θα έλεγαν και οι φίλοι μας οι αμερικάνοι, ‘it blows my mind away’. Αλλά επειδή δεν έχω πει τίποτα για τη μουσική ακόμα, ας το πάρουμε από την αρχή: Οι Domine λοιπόν είναι αυτό που θα χαρακτηρίζαμε υπό άλλες συνθήκες μία τυπική heavy metal μπάντα. Η μουσική τους γεννήθηκε στα ‘80s και κρατάει αυτόν της το χαρακτήρα. Ένα από τα βασικά τους χαρακτηριστικά όμως είναι ότι σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές μπάντες της εποχής οι αναφορές τους δεν βρίσκονται στο μελωδικό, ‘ανάλαφρο’, τευτονικό metal (βλέπε Helloween) αλλά στην απέναντι πλευρά του ατλαντικού και σε μπάντες όπως οι Sanctuary, οι Omen, και οι πρώιμοι Queensryche. Δηλαδή αρκετά πιο σκοτεινή μουσική, πιο μουντή και εσωστρεφής… αλλά όλες αυτές οι αναφορές δεν έχουν και πολύ σημασία. Σημασία έχει ότι ο δίσκος ξεκινάει παραπλανητικά με το Hymn που σε εισάγει στο Mass of Chaos, αρκετό για να μπεις στο κλίμα. Και μετά, The Chronicles of the Black Sword: ‘My name is Elric, and I bare the black sword…’, 8 λεπτά ασύλληπτης μουσικής ακολουθούν, γεμάτης αιχμηρά κιθαριστικά riffs. Και κάπου εκεί στα 6 λεπτά έρχεται ένα υπέροχο μελωδικό solo, για εκτονώσει την ένταση και να ανακουφίσει τα αυτιά σου. Και μετά The freedom flight, άλλο ένα απίστευτο solo, και μετά άλλα 8 λεπτά βουτιάς σε σκοτεινά υπόγεια με το Army of the dead. To Proclamation, μικρό αφηγηματικό διάλλειμα, για να πάμε στα Dark Emperor και Rising from the Flames (riffs παντού και ένα μπάσο που σκοτώνει). Λίγο πριν από το τέλος, το Midnight Meat Train μας βγάζει λίγο από τον κόσμο της «ηρωικής» φαντασίας και μας μεταφέρει σε μία ιστορία τρόμου που λαμβάνει χώρα στο μετρό της Νέας Υόρκης (αν και ο πραγματικός τρόμος είναι και πάλι το μπάσο…). Και ο δίσκος κλείνει με το 12λεπτο ομώνυμο κομμάτι, tribute στους φανταστικούς κόσμους του Moorcock, και με progressive δομή, να σε αφήνει με το στόμα ανοικτό. Και αν δεν το καταλάβατε ακόμα, όλο αυτό το subcultures το έφτιαξα για να μπορέσω να γράψω για αυτόν τον δίσκο. Η μία εκδοχή είναι ότι μεγαλώνω και δεν θέλω να το παραδεχτώ, γι’ αυτό γυρνάω πίσω στο 97, όταν ήμουν 17 χρονών, ήθελα να αφήσω μακριά μαλλιά και άκουγα αυτόν τον δίσκο χωρίς διαλλείματα. Η ασφάλεια που έλεγα στην αρχή· τα πράγματα φαίνονταν πιο εύκολα τότε. Η άλλη εκδοχή είναι ότι μουσική τόσο αγνή και αυθεντική όπως αυτή εδώ δεν χάνει ποτέ την αξία της, ανεξάρτητα από τα χρώματά της και τις ταμπέλες που της κολλάμε. Εγώ πιστεύω και στις δύο εκδοχές.

Doomsword
Doomsword 1999

Αφού λοιπόν η κατάρα έσπασε με το Champion Eternal, τα συγκροτήματα μπορούσαν πλέον να ηχογραφούν καλούς δίσκους με θέμα τον Elric. Και αυτό έκαναν στον πρώτο τους δίσκο οι Doomsword (και αυτοί Ιταλοί). Βέβαια μας τα μπερδεύουν λίγο: από την μία το όνομά τους είναι σαφής αναφορά στην Καταιγίδα (τώρα θυμήθηκα την ελληνική μετάφραση για το Stormbringer! Όχι ότι ήθελε και πολύ φαντασία βέβαια, προφανώς το καταιγιδοφέρτης δεν ακουγόταν και πολύ καλά…) και το Nadsokor πραγματεύεται τις ιστορίες του Elric, τα Warbringers, Helm’s Deep και Return To Imrryr βασίζονται στον κόσμο του Tolkien. Τι να κάνεις, κανείς δεν είναι τέλειος. Μουσικά έχουμε μία κατάσταση ανάμεσα σε doom metal (με άλλο λόγια αυτό που όταν δεν αναφερόμαστε σε μπάντες που πρέπει να τις ακούνε μόνο οι μεταλλάδες το λέμε και stoner) και σε πιο επικές φόρμες, όπως επιβάλουν οι στίχοι άλλωστε. Δηλαδή αργοί, έως πολύ αργοί, ρυθμοί, heavy κιθάρες αλλά και η απαραίτητη μελωδία. Πολύ όμορφος δίσκος, και αυτός όπως και το Champion Eternal, απρόσκοπτος και αγνός.

1 comment:

  1. 1. nice post... auta ta subcultures lene arketa genika...
    2."Και αν δεν το καταλάβατε ακόμα, όλο αυτό το subcultures το έφτιαξα για να μπορέσω να γράψω για αυτόν τον δίσκο." pragmatika dn m perase apo to mualo... :P
    3. polles paidikes mnimes m fernei k mena auto, aplws egw ta akouga mia porta dipla...

    4. genikotera mporeis na allakseis k ton titlo tis enotitas, xreiazetai kati proswpiko, parelthontiko kai afhghmatiko..

    PS: dn eixa pote antilifthei tetoia porosh m ton Erlic (apo ta groups)
    PS2: ama to guriseis k se Tolkien, thelw ektenh anafora se Blind Guardian... na gefurwsoume k to xasma twn genewn!

    ReplyDelete