Thursday, October 24, 2013

Subculture(s) #005: Dystopias

Όταν το 1516 ο Thomas More έγραφε το Utopia ίσως να μην φανταζόταν ότι έδινε ταυτόχρονα γέννηση και στο αντίθετο αυτού που είχε στο μυαλό του. Παρόλα αυτά η δημιουργία φανταστικών δυστοπικών κόσμων απ' ό,τι φαίνεται ασκεί πολύ μεγαλύτερη γοητεία στη φαντασία μας μιας και οι περιπτώσεις που περιγράφουν τέτοιες καταστάσεις είναι πολύ περισσότερες από αυτές που περιγράφουν πραγματοποιημένες ουτοπίες. Ίσως γιατί πολύ απλά με τις δυστοπίες είναι πολύ πιο εύκολο να ταυτιστούμε απ' ότι με τις ουτοπίες· μάλλον είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητά μας, για την ακρίβεια αποτελούν υπερβολές των κοινωνιών στις οποίες ζούμε.
Η σύγχρονη εποχή λοιπόν έχει να δείξει ένα μεγάλο πλήθος τέτοιων δημιουργημάτων (έχει να δείξει και ένα μεγάλο πλήθος πραγματικών δυστοπιών, αλλά ας το αφήσουμε αυτό προς το παρόν) τα 'αρχέτυπα' όμως είναι 3: Το 1984 του Orwell, το Fahrenheit 451 του Bradbury και το A Brave New World του Huxley. Αυτά τα τρία ορίζουν ένα τρίγωνο μέσα στο οποίο κινούνται ουσιαστικά όλα τα υπόλοιπα. Η μουσική λοιπόν δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Οπότε, μιας και έχω πολύ καιρό να γράψω ένα subcultures, είπα να θυμηθώ 4 από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις μουσικών δυστοπικών κόσμων: (σημείωση: αυτό το subcultures ξεκίνησα να το γράφω αρκετό καιρό πριν. για κάποιο λόγο δεν πολύ έβγαινε. οπότε μοιραία γράφτηκε σε πολλά διαφορετικά κομμάτια, αλλάχτηκε και ξαναπροσαρμόστηκε αρκετές φορές. Μέχρι που και για τους δύο από τους 4 δίσκους που περιγράφω - Archandroid και Deltron - κυκλοφόρησε και η συνέχειά τους. αυτό το τελευταίο ήταν και που με πίεσε να το τελειώσω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. οπότε μπορεί να βρείτε μερικές ασυνέχειες ή επαναλλήψεις...)


Queensrÿche
Operation: Mindcrime 1988
To operation: mindcrime των Queensryche δεν αναφέρεται απαραίτητα σε κάποιον μελλοντικό κόσμο. Μάλλον τοποθετείται σε ένα ακαθόριστο παρόν, όπου τα πράγματα έχουν ήδη πάρει τον στραβό δρόμο. Η ιστορία έχει κάπως έτσι: Ο Nikki, εξαρτημένος από την ηρωίνη και οργισμένος με την κυβέρνηση και την κοινωνία γενικότερα, γίνεται μέλος μία οργάνωσης που έχει υποτίθεται ως στόχο την επανάσταση. Ηγέτης ο μυστηριώδης Dr. X, ο οποίος εκμεταλλεύεται τον εθισμό του Nikki για να τον μετατρέψει σε δολοφόνο. Στο άκουσμα της λέξης Mindcrime ο Nikki χάνει κάθε βούληση και υπακούει στις εντολές του Dr X, χωρίς καμία αντίσταση. Οι εντολές αυτές έχουν να κάνουν επί το πλείστων με δολοφονίες πολιτικών.
Στην πορεία ο Nikki έρχεται σε επαφή, μέσα του σατανικού Father William με την Mary, πρώην πόρνη που έχει γίνει καλόγρια για τις 'ανάγκες' της οργάνωσης, και μοιραία οι δύο τους ερωτεύονται. Και εξίσου μοιραία αποφασίζουν να αφήσουν την οργάνωση. Ο Dr. X βέβαια δεν πρόκειται να το αφήσει έτσι αυτό, εξάλλου είναι αυτός που τους ελέγχει μέσω της μαγικής λέξης. Οπότε διατάζει τον Nikki να σκοτώσει τον παπά και την Mary. O Nikki εκτελεί τον πρώτο, κάνει έρωτα με την Mary πάνω στην αγία τράπεζα και θολωμένος (πες λίγο από την ηρωίνη, λίγο από το sex, λίγο από την επήρεια του Dr X, δεν θέλει και πολύ) φεύγει και περιπλανάτε αδίκως, για να γυρίσει ξανά στην εκκλησία και να βρει την Mary σκοτωμένη. Μην αντέχοντας τη σκέψη ότι μπορεί να είναι αυτός ο ίδιος που την εκτέλεσε (είπαμε, ηρωίνη, sex κτλ) ξαναρχίζει να περιφέρετε μέχρι που τον συλλαμβάνουν για τη διπλή δολοφονία. Αυτό με λίγα λόγια.
Οκ, πολλά κλισέ μαζεμένα, το ξέρω. Έχει όμως δύο βασικές αρετές ο δίσκος: Η μία είναι ότι η ιστορία είναι πολύ όμορφα δομημένη και παρουσιασμένη με αποτέλεσμα η ακρόαση να αποκτάει έναν ιδιαίτερα κινηματογραφικό χαρακτήρα - έστω hollywood-ιανό - ενώ παράλληλα γίνεται το όχημα για την κοινωνικο-πολιτική κριτική που το συγκρότημα θέλει να κάνει (20 χρόνια πριν το Occupy Wall Street οι Queensryche χρησιμοποιούν τη φρασεολογία του: "the cops get paid to look away as the one percent rules America...". Η δεύτερη και βασικότερη αρετή όμως είναι η μουσική. Απίστευτα συνεκτική και μεστή, το operation: mindcrime είναι ίσως από τις πιο ώριμες στιγμές που μπορούμε να βρούμε στο φάσμα του hard rock / heavy metal. Μοναδικά κιθαριστικά riffs, (ελεγχόμενες πλέον) φωνητικές ακροβασίες και ένα από τα πιο σταθερά και ουσιαστικά rhythm sections που έχω ακούσει. Ο μύθος θέλει τον Geoff Tate να νοσηλεύεται σε ψυχιατρική κλινική μετά την ηχογράφηση του δίσκου· τόσο πολύ είχε μπει στο πετσί του ρόλου που ενσαρκώνει. Υπερβολές φαντάζομαι, αλλά η αλήθεια είναι ότι η θεατρικότητά του είναι ένα ακόμα από τα στοιχεία που βοηθούν το δίσκο. Τα κομμάτια είναι το ένα καλύτερο από το άλλο: από το Spreading the Disease και το The Mission στην κορύφωση του 10λεπτου Suite Sister Mary (η σκηνή των δολοφονιών στο ναό) και από εκεί στο μονολιθικό The Needle Lies, στο συγκλονιστικό Breaking the Silence και το minor χιτάκι I Don't Believe in Love μέχρι το ατμοσφαιρικό, κυκλικό κλείσιμο του Eyes of a Stranger είναι όλα παραδείγματα, 'ορθόδοξης' μέν, υποδειγματικής και ολοκληρωμένης δε, τραγουδοποιίας, που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα όρια του metal.
Το 2006 οι Queensryche είχαν μάλλον ξεμείνει από λεφτά και ηχογράφησαν το Operation: Mindcrime II, όπου πέρα από την αδιάφορη μουσική που προσπαθεί επί ματαίω να αναπαράγει την ατμόσφαιρα του πρωτότυπου, ξεκαθαρίζουν και όλα τα θολά σημεία της ιστορίας που την έκαναν γοητευτική (οκ, όλοι το φανταζόμασταν ότι δεν την είχε σκοτώσει ο Nikki τελικά την Mary, αλλά ήταν ανάγκη να μας το αποκαλύψετε με τόσες λεπτομέρειες?). Παρόλα αυτά το πρώτο Operation: Mindcrime παραμένει, 25 χρόνια μετά, ένα από τα πιο όμορφα concept albums, μία από τις πιο ολοκληρωμένες δουλείες που πρόσφερε το metal, και μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις - παραδείγματα που δείχνουν ότι η άμεση, 'user friendly' μουσική μπορεί να ισορροπήσει με τη μουσική ως ιδιαίτερη δημιουργία.


Janelle Monáe
The ArchAndroid 2010
Το 'όραμα' της Janelle Monae ως προς τη δουλειά της είναι από όποια πλευρά και αν το σκεφτείς ιδιαίτερα μεγαλεπήβολο. Ακόμα περισσότερο αν σκεφτείς την ηλικία της. Ξεκίνησε το 2007 όταν κυκλοφόρησε το Metropolis: Suite I (the chase) που αποτελεί το πρώτο μέρος του. Το 2010 κυκλοφορεί αυτό εδώ, που περιλαμβάνει το δεύτερο και τρίτο μέρος, και σε μερικές μέρες κυκλοφορεί το Electric Lady με την συνέχεια και κατά πάσα πιθανότητα ολοκλήρωση του concept. Θαρραλέο, αν μη τι άλλο, και για πολλούς θα μπορούσε να είναι καταστροφικό.
Η ιδέα, αν και αντλεί επιρροές από ένα μεγάλο αριθμό αναφορών, βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στο Metropolis του Fritz Lang. Αλλά εκεί που μία αναπαραγωγή της ιστορίας του Fritz Lang θα μπορούσε να περάσει μάλλον ως αδιάφορη, η Janelle εισάγει ένα twist στην υπόθεση που καταφέρνει να της δώσει άλλο χαρακτήρα και να την κάνει ξαφνικά ενδιαφέρουσα· ακριβώς επειδή μοιάζει τόσο με το αυθεντικό χωρίς όμως να είναι το ίδιο. Στην ταινία του 1927, έχουμε μία διαχωρισμένη κοινωνία με τους λίγους και πλούσιους να βρίσκονται στους υπερπολυτελείς ουρανοξύστες και τους πολλούς και φτωχούς να βρίσκονται κάτω από τη γη όπου δουλεύουν ασταμάτητα και εξαντλητικά. Το πλούσιο αγόρι ερωτεύεται το φτωχό κορίτσι, το οποίο τυχαίνει να είναι και η 'ψυχή' του κινήματος (του επαναστατικού that is). Ο κακός αρχηγός της πόλης (και 'κατά σύμπτωση' πατέρας του αγοριού) φτιάχνει ένα ανδροειδές στο οποίο δίνει τη μορφή της Μαρίας (το κορίτσι ντε) με σκοπό να κάνει τους εργάτες να σταματήσουν να την ακολουθούν (εντάξει, είναι λίγο πιο σύνθετο από αυτό, αλλά μην το παρακάνουμε εδώ...). Το ανδροειδές δηλαδή είναι κατά μία έννοια ο κακός της υπόθεσης· ένα μηχανικό αντικείμενο χωρίς συναισθήματα που ακολουθώντας εντολές εξαπατεί τους ανθρώπους.
Η εκδοχή της Janelle όμως έχει και λίγο ηλεκτρικό πρόβατο μέσα της. Η Μαρία και το ανδροειδές-Μαρία γίνονται ένα πράγμα. Με άλλα λόγια η πρωταγωνίστρια (Cindi Mayweather) είναι ανδροειδές. Μία αλληγορία για το Άλλο όπως υποστηρίζει η ίδια, και - σε μία χολιγουντιανή και πάλι εκδοχή είναι αλήθεια - μάλλον τα καταφέρνει να λειτουργήσει ως τέτοια. Η Μαρία-Cindi λοιπόν στέλνεται πίσω στο χρόνο για να ελευθερώσει τους ανθρώπους (προσοχή, όχι τα ανδροειδή, άλλο ένα twist σε σχέση με τα κλασσικά μοτίβα επιστημονικής φαντασίας) από το καταπιεστικό καθεστώς που τους κυβερνά.
Μουσικά, το project είναι ακόμα περισσότερο φιλόδοξο. Έχοντας μία soul/pop βάση συγχωνεύει μουσικές που ξεκινάνε από τη jazz και φτάνουν στην ψυχεδέλεια, από τα κλασσικότροπα ορχηστικά μέρη (μέχρι και σαμπλαρισμένο Debussy θα βρείτε) στο hip hop, από τον Michael Jackson στον Prince και από τα r'n'b στο funk. Το μεγάλο κατόρθωμα λοιπόν είναι ότι τελικά καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα σε όλα αυτά. Και να καταφέρει να μας δώσει πολλές όμορφες στιγμές. Όπως για παράδειγμα το κολλητικό Tightrope όπου μαζί με τον Big Boi φτιάχνουν μία φουτουριστική εκδοχή του Hey Ya με την Janelle να παίρνει τη θέση του Andre. Ή το εξίσου κολλητικό και 2ο single Cold War. Εκεί όμως που διαπρέπει είναι τα σημεία που φεύγει πραγματικά over the top. Όπως το οκτάλεπτο BaBopByeYa που κλείνει το δίσκο και παραπέμπει περισσότερο σε πραγματική σουίτα (ο υπότιτλος του δίσκου είναι Suites II & III). Ή το αμέσως προηγούμενο, Say you'll go, ή το δίλεπτο ιντερλούδιο Sir Greendown. Τέλος, επίσης ενδιαφέρον έχουν και οι πιο περίεργες στιγμές του, όπως το ψυχεδελικό Make the Bus, όπου συμμετέχει (αλλά και γράφει το κομμάτι) ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενα να βρω εδώ μέσα, ο Kevin Barnes των Of Montreal. Αν και τα πρώτα δείγματα από τον επερχόμενο δίσκο δεν με έχουν ενθουσιάσει, όλος αυτός ο χαμός που γίνεται σε αυτόν εδώ τον δίσκο με κάνουν να ελπίζω ακόμα.


Rush
2112 1976
Εδώ έχουμε το blueprint για πολλά από όσα ακολούθησαν στην κατηγορία. Αν και δεν είναι ολόκληρος ο δίσκος concept, η πρώτη του πλευρά περιλαμβάνει την 20-λεπτη ομώνυμη σουίτα που αποτελεί και μία από τις πιο χαρακτηριστικές συνθέσεις των Καναδών. Μεταφερόμαστε στο 2112 που βρίσκουμε τον κόσμο να κυβερνάτε από του Ιερείς της Σύριγγας (όχι, δεν έχει και ναρκωτικά το plot, είναι εκ του Συρινξ, της νύμφης που οι θεοί μετέτρεψαν σε καλαμιά για να μπορέσει να ξεφύγει από τον ξαναμμένο Πάνα που την κυνηγούσε, ο οποίο στην συνέχεια την έκοψε - την καλαμιά - για να φτιάξει το περίφημο όργανό του - το μουσικό.) Οι ιερείς αυτοί λοιπόν ελέγχουν μέσω των υπολογιστών τους τα πάντα που έχουν να κάνουν με τη ζωή στη γη, ακόμα και το σύνολο της μουσικής. Ο πρωταγωνιστής βρίσκει λοιπόν μία κιθάρα (που προέρχεται από την εποχή πριν τον πόλεμο που κατέστρεψε τη γη το 2062, anyway, you get the picture), την οποία μαθαίνει σιγά σιγά να παίζει. Αποφασίζει λοιπόν ο αφελής να την πάει στους Ιερείς για να τους δείξει ότι οι άνθρωποι μπορούν να φτιάχνουν τη δική τους μουσική. Αυτοί προφανώς τον απορρίπτουν, αφού δεν τους πολύ-αρέσει οι άνθρωποι να κάνουν δικά τους πράγματα. Φεύγοντας έχει ένα όραμα όπου βλέπει τη ζωή πριν τους ιερείς. Αποφασίζει να αυτοκτονήσει για να μπορέσει να ενωθεί με τη ζωή των προγόνων του. Η κατάληξη αφήνεται ασαφής.
Οκ, ξέρω είναι λίγο cheesy η υπόθεση, αλλά στα 70'ς είμαστε. Άσε που η μουσική αξίζει τον κόπο. Οι Rush είναι ακόμα στην αρχή τους και δεν έχουν τιθασεύσει ούτε την εκτελεστική τους δεινότητα ούτε την ενέργειά τους, οπότε ακούγονται ακατέργαστοι και επιθετικοί. Hard rock, χωρίς την επεξεργασία και την πιο εξεζητημένη προσέγγιση που ακολούθησαν στην συνέχεια. Αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν τα ίχνη αυτής της συνέχειας, κυρίως στη σύνθεση που ήδη αναλύσαμε. Αλλά και η δεύτερη πλευρά που δίσκου, άσχετη με το concept, έχει κομματάρες, όπως το Passage to Bangkok και το Twilight Zone. Όπως και να το κάνουμε πάντως, δίσκοι που τόσα χρόνια μετά αντέχουν, μάλλον έχουν και ένα μεγαλύτερο ειδικό βάρος, για τον ένα ή τον άλλο λόγο.


Deltron 3030
Deltron 3030 2000
Yo it's three thousand thirty
I want y'all to meet Deltron Zero, and Automator.
Και τον Kid Koala στα scratches να προσθέσω εγώ. Οι τρεις τους δημιουργούν τον μαγικό κόσμο του σωτήριου έτους 3030. Κατά ένα περίεργο τρόπο λοιπόν, και το 3030 έχουν αντίστοιχα προβλήματα με το 2112. Μία ολιγαρχία που εξυπηρετεί συμφέροντα πολυεθνικών έχει την εξουσία, η οποία εκτός από τα υπόλοιπα δικαιώματα των ανθρώπων καταπιέζει και τη μουσική έκφραση· το hip hop για την ακρίβεια, γιατί αυτό μας ενδιαφέρει εδώ. Ο Deltron Zero λοιπόν, πρώην στρατιώτης του καθεστώτος, γίνει μάχες, rap battles για την ακρίβεια, ενάντια στην καταπίεση και το καθεστώς. Και σύμφωνα με την ιστορία είναι τόσο καλός που στέφεται πρωταθλητής.
Η αλήθεια είναι ότι ο Deltron, κατά κόσμο Del the Funky Homosapien, είναι πραγματικά πολύ καλός. Και αυτός εδώ ο δίσκος είναι η καλύτερη στιγμή του. Καταφέρνει να δημιουργήσει έναν γαλαξιακό σύμπαν μοναδικό. Συνδυάζει, πολλές φορές μέσα στον ίδιο στίχο, τον αφρο-φουτουρισμό του Sun Ra και του P-Funk, επίκαιρη κοινωνικοπολιτική κριτική και ένα σχεδόν παρανοϊκό χιούμορ· και μάλλον είναι αυτός ο συνδιασμός είναι καταφέρνει να ξεπεράσει τα κλισέ αντίστοιχων περιπτώσεων (όπως οι τρεις παραπάνω) και να δημιουργήσει κάτι μοναδικό. Βέβαια ο Del δεν είναι μόνος του. Ο Dan the Automator βρίσκεται σε εξίσου μεγάλη φόρμα, και δίνει αυτός όχι απλά την καλύτερη δουλειά του, αλλά ένα σταθμό για τη μουσική της προηγούμενης δεκαετίας και όχι μόνο (ρωτήστε τον Damon Albarn να σας πει). Από τη μία οι αναφορές του στην κλασσική μουσική και τα αντίστοιχα samples που χρησιμοποιεί δίνουν μία αίσθηση soundtrack. Από την άλλη δεν περιορίζεται εκεί: θα βρείτε από Aphrodite's Child (στο mastermind) μέχρι The Poppy Family (στο madness) Ταυτόχρονα τα σφιχτοδεμένα beats κρατούν το ρυθμό και ενοποιούν. Αλλά η αλήθεια είναι ότι το τι γίνεται μέσα σε αυτόν τον δίσκο δεν περιγράφεται Από όπου και να τον πιάσεις, έχει να σου δώσει απιστευτότητα. Άντε να ξεχωρίσεις κομμάτια δηλαδή. Δυστυχώς, μάλλον το ακριβώς αντίθετο από αυτό που συμβαίνει στον καινούργιο δίσκο τους. Αλλά τι να κάνουμε, κάποια πράγματα δεν επαναλαμβάνονται.
In the year three thousand and thirty everybody wants to be an MC
In the year three thousand and thirty everybody want to be a DJ
In the year three thousand and thirty everybody want to be a producer
In the year three thousand and thirty
Everybody want to tell ya the meaning of the music

No comments:

Post a Comment