Friday, March 23, 2012

κβήτα - χρυσαλλίδα

26/3 η χρυσαλλίδα του κβ. ορίστε και το video:

Tuesday, March 20, 2012

The Twilight Sad - No One Can Ever Know

The Twilight Sad

No One Can Ever Know

(Fat Cat, 2012)


Όσοι είχαν ακούσει τον πρώτο δίσκο (Fourteen Autumns and Fifteen Winters) πέρα από τα ακαταλαβίστικα σκοτσέζικα ένοιωσαν μια αρκετά δυνατή μπάντα. Συναισθηματική, που πατούσε στο shoegaze που όμως έριχνε κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά ώστε να ταιριάζει και στον σκοτσέζικο ροκ ήχο. Ναι, ο πρώτος τους δίσκος ήταν πολύ όμορφος και μπορούσε να σε συνεπάρει ακόμα κι αν έπρεπε να διαβάσεις τα lyrics, ώστε να μπεις ακόμα πιο μέσα.

Ο τρίτος δίσκος έρχεται το 2012 για να μας επαναφέρει λίγο την χαρά που είχαμε πάρει ακούγοντας τον πρώτο δίσκο. Και έρχεται σε μια εποχή (τουλάχιστον για μένα) όπου συνδυάζεται με lanegan και tindersticks.

"Πολύ συναίσθημα ρε Αρτέμη", που θα έλεγε κι ο χαρυκλυν...
κι όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι.

Ναι, χρειαζόμαστε πάλι τα λόγια γραμμένα, για να μπούμε καλύτερα στο παιχνίδι που στήνει η τριάδα από το kilsyht αλλά ο δίσκος ξεκινά ζόρικα. Το alphabet (από το καλύτερα κομμάτια του δίσκου) οριοθετεί και την αλλαγή. Ο ήχος γέμισε και το shoegaze έγινε λίγο πιο gothic και λίγο περισσότερο ηλεκτρονικό με την βοήθεια των synths. Η φωνή του Graham και οι στίχοι, καταραμένα ερωτόλογα, παραμένουν να συνδέουν το παρελθον.

Νομίζω πως με αυτόν τον δίσκο καταφέρνουν να αποσχιστούν από την όλη φάση του σκωτσέζικου ήχουν και να δώσουν στον εαυτό τους ένα καινούργιο,για αυτούς, τόπο. Εκεί μέσα αναπτύσουν τις εμμονές τους, τους φόβους και μουσικά μεταφέρονται σε κάτι που μοιάζει με ένα τύπο new wave, post punk(θα με κάψει ο θεός).

Ο δίσκος έχει αρχή, μέση και τέλος και σχεδόν κανένα κομμάτι δεν υστερεί.Τόσο η μουσική όσο και οι ιστορίες βρίσκονται σε αρμονία, αφήνοντας τον κατάλληλο χρόνο για την μελωδική και πολλές φορές σπαρακτική φωνή του graham να γεμίσει τα κενά και τις ατέλειες.
Κάποιες φορές νοιώθω πως βρίσκομαι ανάμεσα σ'ενα ζευγάρι κι άλλοτε πως παρακολουθώ μια σαπουνόπερα. Αυτός ο δίσκος είναι ο κατάλληλος για να δεις την πρώτη σεζόν του whitechapel. Ταιριάζει απόλυτα σε μια σκοτεινή πρωτεύουσα.

Αξίζει ο δίσκος μια στροφή, ακόμα κι αν η φωνή δεν γίνει σε κάποιον αγαπητή, σίγουρα το ταξίδι μέσα στις ιστοριές αφήνει μια γλυκειά αίσθηση...

και στην τελική σίγουρα κάποιος, κάπου, κάποτε είχε πει: " So sick to death of the sight of you now/ Safe to say I've never wanted you more."
για αυτόν λοιπόν είναι γραμμένος αυτός ο δίσκος.



8.3

Those will burn: Alphabet, Dead City, Don't Look At Me

Monday, March 19, 2012

Madlib - Medicine Show #13: Black Tape

Madlib

Medicine Show #13: Black Tape

(Stones Throw, 2012)


Όταν κάπου στα τέλη του 2010 ο Madlib ανακοίνωνε ότι σκοπεύει να κυκλοφορεί ένα καινούργιο cd κάθε μήνα για τον επόμενο χρόνο, φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να ακουστεί σαν υπερβολή. Υπερφιλόδοξο το σχέδιο είναι αλήθεια. Έλα όμως που το 2012 τον βρίσκει όχι μόνο να έχει κυκλοφορήσει και τα 12 medicine show όπως είχε υποσχεθεί, αλλά να μας δίνει και ένα 13ο, το κερασάκι στην τούρτα ας πούμε, ή ένα extra δωράκι. Ή ιδέα με τα medicine shows είχε ως εξής: κάθε ζυγός αριθμός ένα mixtape, κάθε περιττός αριθμός ένα νέος δίσκος. Σε αυτή την πορεία μπορεί ο καθένας να βρει ό,τι θέλει: απίστευτη βραζιλιάνικη jazz/phych στο Flight to Brazil (#2), ένα tour στην μαύρη μουσική των 60ς και των 70ς στο Black Soul (#10), ένα tribute στους μεγάλους της jazz στο Advanced Jazz (#8), την συνέχεια της Beat Konducta σειράς στο Beat Konducta in Africa (#3), νέο υλικό των Yesterdays Universe στο High Jazz (#7), reggae/dub για όλους στο 420 Chalice All-Stars (#4), μία αναδρομή στο παρελθόν του στο History of the Loop Digga (#5), ένα εκρηκτικό μείγμα hard rock/progressive/funk στο The Brain Wreck Show (#6) τρεις δυνατούς hip-hop δίσκους στα Channel 85 Presents Nittyville (#9), Before the Verdict (#1) και Low Budget High Fi Music (#11) και ένα remix άλμπουμ πoυ περιλαμβάνει τους πάντες στο Raw Medicine (#12). To #13 λοιπόν, σαν extra που είναι, δεν ακολουθεί τον κανόνα των ζυγών/περιττών δίσκων: ουσιαστικά είναι συνέχεια του #12· περισσότερα remix με όσους δεν χώρεσαν στο προηγούμενο. Ισχύει και εδώ ό,τι ισχύει μάλλον και για όλα τα προηγούμενα: ο Madlib προφανώς δεν μπορεί να σταματήσει να παράγει. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ενώ φτιάχνει τον ένα δίσκο, ήδη σκέφτεται τον επόμενο. Οπότε που να κάτσει να τελειοποιήσει αυτό που έχει, πρέπει να συνεχίσει με τις καινούργιες ιδέες που ήδη έχουν γεννηθεί. Με άλλα λόγια, το υλικό είναι αρκετά rough, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη και editing. Ό,τι προκύπτει μπαίνει σε ένα cd και συνεχίζουμε στο επόμενο. Από την άλλη, αν το αποδεχτείς αυτό, ότι δηλαδή δεν πρόκειται να σου αρέσουν όλα και ότι τα cd είναι γεμάτα 'ατέλειες', βρίσκεις πλήθος όμορφες στιγμές, ίσως και να αρχίσεις να τα αγαπάς για αυτές ακριβώς τις ατέλειές τους. Προσωπικά, αν εξαιρέσουμε το #4 που δεν μπόρεσα να το ακούσω πάνω από μία φορά, έχω περάσει ατελείωτες ώρες με τα υπόλοιπα. Τα #2 και #3 δε, τα έχω πραγματικά εξαντλήσει. Και το ίδιο κάνω τώρα με το #13. Δεν είναι όλα καινούργια αυτά που υπάρχουν εδώ βέβαια. Πέρα από τα acapella που προφανώς δεν είναι καινούργια, και πολλά από τα beats τα έχουμε ξανακούσει κάπου (πχ έχει κάμποσα από τα beat konducta). Αλλά και αυτό, μέρος του παιχνιδιού είναι. Το νόημα με τα Medicine Shows δεν είναι προφανώς να βρούμε τον τέλειο δίσκο. Περισσότερο μία συλλογή από ενδιαφέρουσες ιδέες όπου ο καθένας μπορεί να βρει ό,τι τον ενδιαφέρει. Αλλά, με εμένα τουλάχιστον, τα medicine shows επανέρχονται στο playlist μου πολύ πιο συχνά από δίσκους που ήθελαν να είναι το 'τέλειο' cd. Άντε, τώρα που τελείωσε με αυτά, να δούμε και το καινούργιο madvillain επιτέλους.

8.1

Those will burn: 2, 13, 21, 25, 28, 30.



Monday, March 12, 2012

Barry Adamson - I will set you free

Barry Adamson

I will set you free

(Central Control, 2012)


Μιας και δεν έχω ακούσει τίποτα καινούργιο που να με ενθουσιάζει τον τελευταίο καιρό, έρχονται συνεχώς παλιοί φίλοι για να μου κάνουν παρέα. Οι Lambchop, οι Magnetic Fields, και φυσικά ο Barry Adamson. Αν και για πολλούς είναι απλά ex-Magazine, ex-Bad Seeds και ex-Visage, η προσωπική του πορεία που ξεκίνησε κάπου στα 1988 είναι νομίζω μακράν πιο ενδιαφέρουσα από όλα τα προηγούμενα. Το βασικό χαρακτηριστικό της μουσικής του λοιπόν, είναι ότι δουλεύει σαν soundtrack για υποθετικές ταινίες (+ 2 πραγματικά soundtrack στην πορεία). Για την ακρίβεια υποθετικά soundtrack για film noir ταινίες· μέρη και εικόνες όπου είναι πάντα νύχτα και κυριαρχεί το έγκλημα. Περιμένοντας κάτι αντίστοιχο, τρόμαξα λίγο με το Get your mind right που ανοίγει το δίσκο: bluesy garage με πολύ περισσότερο φως από ότι συνήθως. Το Black Holes in my Brain που ακολουθεί κινείται σε πιο γνώριμα μονοπάτια: jazzy και ρυθμικό, αλλά και αυτό να ακούγεται αρκετά ανέμελο. Όχι ότι μας ενοχλεί ιδιαίτερα όμως. Από εκεί περνάμε στο Turnaround, όπου ξαναλλάζουν οι διαθέσεις: ανάλαφρη μπαλάντα? Το πρώτο κομμάτι που με απογοητεύει λίγο· ευτυχώς υπάρχει το τελευταίο λεπτό που το διασώζει. Συνεχίζουμε στο The power of suggestion: αρχίζω να αποδέχομαι ότι στον κόσμο του Barry μάλλον ξημέρωσε μετά από 20 χρόνια νύχτας. Δεκτό, συμβαίνουν και αυτά, εξάλλου η μουσική είναι όμορφη. Και πάνω που νομίζω ότι έπιασα το νόημα το δίσκου μπαίνει το Destination: κιθαριστικό, noisy και new-wavy μοιάζει να ήρθε από άλλο κόσμο. Μέχρι που η φασαρία μετατρέπεται σε ένα απίστευτα catchy refrain και ένα πιάνο αρχίζει να ακούγεται στο background. Και αυτή η κιθάρα δεν ακούγεται λίγο… country; Δεν πειράζει, έχω αρχίσει να κουνάω το κεφάλι ρυθμικά και να το απολαμβάνω. Και ενώ δεν ξέρω πλέον τι να περιμένω ξεκινάει το The trigger city blues που μου δίνει απλόχερα αυτό που περίμενα στην αρχή: σκοτεινό soundtrack, πλήρες με τα έγχορδά του, τη βροχή να πέφτει, τους απαραίτητους πυροβολισμούς (I have a gun and I’m gonna use it) και το τηλέφωνο που καλεί αλλά κανείς δεν απαντάει. Και όλα αυτά κλείνουν με ένα υπέροχο organ solo. Θα έπρεπε να το περιμένω με τέτοιο τίτλο βέβαια, αλλά με παραπλάνησαν το προηγούμενα κομμάτια. Έχοντας πάρει λοιπόν την απαραίτητη noir δόση μου συνεχίζω έτοιμος να δεχτώ ο,τιδήποτε από τα υπόλοιπα κομμάτια. Το looking to love somebody αναδύεται στην επιφάνεια ξανά, με τη μουσική να είναι απολαυστική αλλά τη φωνή του Barry να ακούγεται λίγο επίπεδη. Ποτέ δεν ήταν το δυνατό του στοιχείο βέβαια, αλλά σε αυτόν τον δίσκο μοιάζει να ακροβατεί επικίνδυνα ανάμεσα στο ανεκτό και το ενοχλητικό, πράγμα που αδικεί πολύ τις ενορχηστρώσεις που είναι πάντα σε υψηλά επίπεδα. The sun and the sea στη συνέχεια και πλέον δεν χωράει αμφιβολία ότι ο Barry αποφάσισε να ακολουθήσει μία πιο pop κατεύθυνση σε αυτό τον δίσκο. Αλλά όσο αυτό το organ βρίσκεται στο προσκήνιο, συνοδευόμενο μάλιστα από ‘dessert’ κιθάρες δεν πρόκειται να παραπονεθώ. If you love her λίγο πριν το τέλος: άλλη μία μπαλάντα, πολύ καλύτερη αυτή τη φορά, στο μέσο αλλάζει ύφος κερδίζοντας τις εντυπώσεις. Και έρχεται το κλείσιμο με το Stand in, το μοναδικό κομμάτι που ξεπερνάει (για λίγο) τα 5 λεπτά, άλλη μία απόδειξη του ότι ο στόχος ήταν να γίνει μία πιο προσιτή δουλειά, αλλά τελικά, το σύνολο αποζημιώνει. Τέτοιες μουσικές λίγοι μπορούν να γράφουν, οπότε παραμελείς τα ενοχλητικά στοιχεία. Το Back to the Cat του 2008 νομίζω ήταν πολύ καλύτερος δίσκος, αλλά κι αυτός εδώ μια χαρά είναι. Το winamp μου δείχνει εξάλλου ότι τον έχω ακούσει ήδη 15 φορές, χωρίς να ξέρει βέβαια ότι εγώ τον ακούω και στις διαδρομές από το σπίτι στο γραφείο και πίσω. Οπότε ναι, πρέπει να παραδεχτώ ότι μάλλον μου άρεσε ο δίσκος. Αλλά στα κρυφά έβαλα να παίζουν και όλα τα προηγούμενα για να φρεσκάρω τη μνήμη μου. Και η μνήμη είναι λίγο πιο αυστηρή από τις τωρινές μου διαθέσεις...

7.9

Those will burn: The Trigger City Blues, Destination.



Thursday, March 1, 2012

Lambchop - Mr M

Lambchop

Mr. M

(Merge, 2012)


Οι lambchop είναι ένα από τα συγκροτήματα που έχω ακούσει όσο λίγα άλλα. Ειδικότερα τα what another man spills, nixon και is a woman. Από εκεί και πέρα σαν να έχασα λίγο την επαφή με τις επόμενες δουλειές τους, ξεκινώντας με τα Aw Cmon / No you Cmon. Δεν ήταν άσκημοι δίσκοι, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσαν να μου κινήσουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον. Το ίδιο έγινε και με τα damaged και OH. Οπότε περίμενα κάτι αντίστοιχο να συμβεί και με τον νέο τους δίσκο. Αλλά για κάποιο λόγο με αυτόν κόλλησα. Και όχι μόνο τον άκουγα συνέχεια, αλλά με 'ανάγκασε' να μπω σε μία διαδικασία αναδρομής στη δουλειά τους που κράτησε σχεδόν ένα μήνα. Όλα τους τα cd ξαναβρήκαν το δρόμο τους προς το στερεοφωνικό μου ένα ένα. Από το How I Quit Smoking στο Tools in the Dryer και από το Hank στο The Queens Royal Trimma. Και ανάμεσα σε όλα αυτά πάντα το Mr. M. Βέβαια, δεν νομίζω ότι οι Lambchop άλλαξαν κάτι ιδιαίτερο σε αυτό το δίσκο. Το αντίθετο μάλλον: συνεχίζουν την πορεία που έχουν χαράξει. Οπότε όλα τα παραπάνω οφείλονται περισσότερο στις δικές μου διαθέσεις προφανώς. Αλλά αυτό που είναι επίσης προφανές είναι ότι ο Kurt και η παρέα του δείχνουν ότι πλέον έχουν κατακτήσει σχεδόν απόλυτα την τέχνη του να γράφουν όμορφα, διακριτικά και νοσταλγικά τραγούδια. Χωρίς εντάσεις, χωρίς πιασάρικα refrains και hooks, κατά μία έννοια χωρίς καμία επαφή με το που βρίσκετε η μουσική σήμερα. Αλλά ταυτόχρονα με 11 μικρούς κόσμους στο γνωστό τους στυλ, με καταπληκτικά έγχορδα να οδηγούν τις συνθέσεις, τη φωνή του Kurt να γυροφέρνει ανάμεσα στο αυθεντικό 'crooning' και την ειρωνεία και τους στίχους να σου χαρίζουν συνεχώς αυτά τα χαμόγελα που μόνο οι Lambchop ξέρουν να δίνουν, είτε γιατί είναι πολύ έξυπνοι (οι στίχοι) είτε γιατί (τις περισσότερες φορές) δεν έχεις ιδέα για το τι μιλάνε με αποτέλεσμα να ακούγονται σχεδόν σουρεαλιστικοί. Προσθέστε και ένα διακριτικό tribute στον Vic Chesnutt καθώς και το γεγονός ότι ο Kurt χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τη λέξη 'love' σε στίχους τραγουδιού. Αν κάποτε οι Lambchop είχαν συνδέσει το όνομά τους με την alternative country, η σύνδεση αυτή πλέον δεν έχει καμία υπόσταση. Προσεγγίζουν την pop μουσική στην καρδιά της· μόνο που είναι η καρδιά που έχει οριστεί, ας πούμε από τον Burt Bacharach, 50 χρόνια πριν. Οπότε φαντάζομαι ότι λίγους θα αγγίξει ο δίσκος. Για όσους ενδιαφέρονται η απόλαυση είναι σίγουρη!

8.6

Those will burn: Kind of, Betty's Overture, Gone Tomorrow