Tuesday, May 5, 2009

Manic Street Preachers - Journal for plague lovers



Manic Street Preachers

Journal For Plague Lovers

(Columbia,2009)


Όταν πρώτο-διάβασα πως οι Preachers θα χρησιμοποιήσουν στίχους που είχε αφήσει ο Richey Edwards στο νέο τους δίσκο, ξεσηκώθηκα. Τους σιχτίρισα, διαπράττουν ύβρης οι μαλάκες. Αφήστε ήσυχο τον Richey ρε! Δεκαπέντε σχεδόν χρόνια μετά πάτε να κουνηθείτε με αλλουνού αρχίδια? Σαράντα χρονών μεσόκοποι θα τραγουδήσουν τις ανησυχίες ενός 25χρονου προβληματικού?

Είναι αλήθεια πως έχω χάσει τη πίστη μου στους Ουαλλούς κυρίους και μα το Θεό υπήρξα τεράστιος φαν. Η αγάπη μου γι' αυτούς έσβησε ειδικά μετά τις επιλογές που έκαναν την δεκαετία των μηδενικών. Οι Preachers στις τελευταίες τους δισκογραφικές απόπειρες έχουν χάσει την κοφτερή τους πλευρά, ακούγονται μπερδεμένοι, επιτηδευμένοι, σα να προσπαθούν να γίνουν κάτι που πια δεν είναι, αποπροσανατολισμένοι ηχητικά, θύματα της εποχής, σκλάβοι της επιτυχίας. Όπως έδειξε η πτωτική τους πορεία μέσα από charts, πωλήσεις αλλά και συναυλίες, η δεύτερη γενεά των οπαδών τους τους εγκαταλείπει και αυτή (στο terra vibe πριν δυο χρόνια τους παρακολούθησαν τρεις και ο κούκος). Γιατί δε το λήγουν το θέμα λοιπόν και γιατί δεν αφήνουν στην ησυχία του τον (ανακηρυγμένο επίσημα πια) μακαρίτη? Έτσι ξεκίνησα την ακρόαση του νέου τους άλμπουμ....Εντελώς προκατειλημμένος.

Tα συμπεράσματα όμως δεν ήταν τα αναμενόμενα.

Πρώτο: Μ' αρέσει ο ήχος που τους βγάζει ο Steve Albini (Nirvana, Sonic Youth), ήχος λιτός, απαλλαγμένος από τις περιττές δεινοσαυρικές φανφάρες του Lifeblood και του Tigers, ηχογραφημένο ζωντανά σε αναλογική κασέτα μαθαίνω.

Δεύτερο: Νομίζω πως η ιδέα ότι τραγουδάνε τους στίχους του Richey τους επηρεάζει και τους κάνει καλύτερους συνθετικά. Η αγάπη τους για τον post punk ηχο επανέρχεται. Έχει περάσει πάρα πολύς καιρός όπου οι Manics είχανε τόσο σκληρές κιθάρες και τη φωνή του Bradfield τόσο αυθόρμητα τσαντισμένη. Μου κάνει εντύπωση η δήλωση του Nicky Wire: “Η ιδέα ήταν να φτιάξουμε μουσική εμπνευσμένοι από τους Rush και μετά να τη παίξουμε προσποιούμενοι τους Magazine”.

Τρίτο: Οι Manics ακούγονται ποιο συνειδητοποιημένοι από ποτέ, γνωρίζουν τις δυνατότητες τους και δεν παράγουν κάτι που δεν αντιστοιχεί στις ικανότητες τους. Κάνουν αυτό που κάποτε ήξεραν να κάνουν καλύτερα από τον καθένα.

Τέταρτο: Μου γίνεται ξεκάθαρο πως μ' αυτόν το δίσκο γεφυρώνουν τον ήχο απο τα δυο καλύτερα τους άλμπουμ, το Holly Bible και το Everything Must Go. Τον ακατέργαστο αυθορμητισμό του πρώτου με τoν άπειρου κάλλους λυρισμό του δεύτερου.

Πέμπτο: Συλλαμβάνω τον εαυτό μου να ψελλίζει τους στίχους του “this joke sport severed” και το “william's last words”, πόσο καιρό είχαν να βγάλουν μελωδικά ακουστικά τραγούδια σαν κι αυτά? Θα σας πω, από το 1996. Και τα ξαναβάζω πάλι.

Έκτο: Πέρα από τους στίχους του Richey, η μπάντα επανακτά και κάποιες άλλες χαμένες αξίες με σημαντικότερη αυτή της αντιεμπορικής τακτικής-πολίτικης. Έχουμε ένα “σκληρό” εξώφυλλο για αρχή, από την Jenny Saville η οποία είχε σχεδιάσει και το Holly Bible, έναν κατεξοχήν στρυφνό παραγωγό και τέλος την επιλογή να μη κυκλοφορήσουν καθόλου singles.

Έβδομο: Αν είχα ένα πρόβλημα με τα τελευταία άλμπουμ τους αυτό ήταν ότι δε μπορούσα να τα ακούσω ολοκληρωτικά. Στο Journal δεν χρειάζεται να προσπεράσεις κανένα κομμάτι.

Όγδοο: Οι στίχοι, περί των οποίων ο τόσος ντόρος, μ' αρέσουν. Δόσεις σουρεαλισμού (“me and stephen hawking”), δόσεις χιούμορ ( “jackie collins existential question time”), ναρκισσισμού (“all is vanity”), μαζοχισμού (she bathed herself in a bath of bleach”), αβάσταχτης θλίψης (“williams last words”) άλλα και θυμός, αποξένωση, νιχιλισμός και όλα αυτά τα θέματα που απασχολούσαν το κάποτε κουαρτέτο.

Ένατο: Σα να αρχίζει να αποκτά ένα νόημα αυτός ο δίσκος. Νομίζω πως στέκεται άνετα δίπλα στις καλύτερες κυκλοφορίες των Preachers.

Δέκατο: Να μην ξεκινάω πότε να ακούω ένα δίσκο προκατειλημμένος.

Το έχω ακούσει ανθυγιεινά πολλές φορές στο repeat. Τι άλλαξε? Πως με έκαναν πάλι δικό τους? Εδώ προμηνυόταν μια καταστροφή και ξαφνικά έχουμε να κάνουμε με μια αναγέννηση?

Όχι ακριβώς, οι Manic Street Preachers δεν ξαναγεννήθηκαν, είναι πολύ αργά για αυτούς να ξανά-σημαίνουν όλα αυτά που κάποτε αντιπροσώπευαν. Είναι μια πολύ καλή ευκαιρία όμως να μας τα υπενθυμίσουν. Να μας υπενθυμίσουν τους λόγους για τους οποίους τους αγαπήσαμε. Ο δίσκος αυτός παρουσιάζει μια μπάντα που είχε χάσει τη ταυτότητα της και την ξαναβρήκε επιστρέφοντας στις ρίζες της. Επιστρέφοντας στα ιδανικά που την πρώτο-χαρακτήρισαν. Όσοι πίστεψαν κάποτε αυτό το συγκρότημα θα πιστέψουν και στην απάντηση που αναζητώ η οποία συνοψίζεται στη δήλωση του Nicky Wire που αιτιολογεί την χρήση των στίχων του Richey: “Υπάρχει μια αίσθηση ευθύνης να κάνουμε τα λόγια του δικαιοσύνη”.

Ενδέκατο: 'I know i believe in nothing, but it's my nothing' (words by Richey James Edwards)


8.0

Those will burn: jackie collins existential question time, this joke sport severed, marlon jd, williams last words






Υ.Γ: Διαβαστε το story του Richey εδω




3 comments:

  1. θεωρώ τα Holly Bible και Everythin Must Go δισκάρες, το Motorcycle Emptiness σημάδεψε την εφηβεία μου αλλά ποτέ δεν ήμουν σπουδαίος fan. άκουσα το δίσκο 1 φορά, με ξενέρωσαν απίστευτα οι ξεπερασμένες 90s μετά punk κιθάρες και αυτό το ακατανόητο ξέσπασμα οργής στη φωνή του Bradfield, αλλά μετά το review σου θα του δώσω μια 2η ευκαιρία. τι διάολο, τόσο έξω έπεσα :)

    ReplyDelete
  2. Δειτε κριτικες
    http://en.wikipedia.org/wiki/Journal_for_Plague_Lovers

    ReplyDelete
  3. john mporei kai na epeses exw mias kai einai enas diskos pou proorizetai gia pio harcore fans k egw yphrxa, toulaxiston kapote. gi'auto kai to en8ousiwdes review :)

    ReplyDelete