Παύλος Παυλίδης και B Movies στο Κυβερνείο 20-9-2013
Για όσους με ξέρουν, εγώ και Παυλίδης δεν βρίσκονταν συχνά στην ίδια πρόταση. Για εκείνους δε που τόσα χρόνια προσπαθούσαν να με πείσουν ότι ο Παυλίδης είναι υπέροχος και έπρεπε να ακούω και εγώ, μια τέτοια είδηση θα φάνταζε ακόμα πιο περίεργη. Αλλά ναι, πήγα και τον είδα live. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν τόσο περίεργο, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι τον είδα τζάμπα, (με πρόσκληση παρακαλώ) κάτι που πάντα κάνει τα πράγματα να ξεκινούν με τους καλύτερους οιωνούς, ενώ χαμηλώνει τις απαιτήσεις στο μίνιμουμ του χαμένου χρόνου σου. Ο δεύτερος είναι ο τελευταίος δίσκος του. Όπως πολύ ωραία τα είπε ο bombier εδώ και εγώ το κρατούσα για έκπληξη για τα καλύτερα του έτους. Αλλά, δεν πρόλαβα, δεν άντεξα, γιατί είναι δισκάρα και γιατί το live επιβεβαίωσε την άποψή μου για τον αυτόν. Από το live δεν έχω ούτε φωτογραφίες ούτε σημειώσεις, οπότε δεν θα πάμε με το γράμμα του νόμου, γιατί δεν θα βγει κάτι καλό ούτως ή άλλως. Αντίθετα θα χρησιμοποιήσω το κλασσικό σχήμα της αφορμής για να μιλήσω για κανα δύο πράγματα που τριγυρίζουν στο μυαλό μου.
Ο πρώτος άξονας ακούει στο όνομα γιατί / για ποιους γράφουμε ή αλλιώς γιατί δεν γράφω τόσο για την ελληνική σκηνή. Τώρα αυτό ακούγεται ιδιαίτερα αυτοαναφορικό, έτσι θα το πλαισιώσω και με ένα μανδύα επεξηγηματικής εξ'ατομίκευσης με κέντρο τον αναγνώστη. Ή αλλιώς, εξηγώντας τους άξονες συγγραφής για την εμβάθυνση και την εμβρίθεια των αναγνωστών. Γιατί στην τελική είμαι ψυχούλα και τους συμπαθώ. Το βασικό επιχείρημα μου σε αυτή την συζήτηση που άνοιξα μόνος μου, είναι η παγκοσμιοποίηση, η εποχή των δικτύων και ένα σωρό άλλα κλισέ παρόμοιας λογικής. Υπάρχει ένα πράγμα που ονομάζεται εξέλιξη και δίπλα του ένα άλλο που ονομάζεται ιστορική μνήμη, ας βάλλουμε και την παράδοση για να γίνει πιο γενικό. Ας φανταστούμε λοιπόν την δημιουργική πορεία, την σύνθεση της μουσικής σαν μια γραφική παράσταση. Ξέρεις αυτό που έχεις μια γραμμή που πηγαίνει πάνω κάτω σε σχέση με τον χρόνο. Αυτό προφανώς είναι ιδιαίτερα γενικό και ασαφές, αλλά στην προκειμένη περίπτωση μέσα στην απροσδιοριστία του θα μας βοηθήσει για να προσεγγίσουμε το θέμα μας. Η μουσική λοιπόν χωρίζεται σε είδη, διαθέσεις και ένα σωρό πράγματα όσα και ο αριθμός αυτών που προσπαθούν να την προσδιορίσουν. Σε μια σύνθεση λοιπόν, υπάρχει το κομμάτι εκείνο που πατάει πάνω σε προηγούμενες προσπάθειες. Αυτό ουσιαστικά μας κάνει να αναζητούμε επιρροές και συναφείς ήχους όταν ακούμε κάτι καινούργιο, ή να ορίζουμε τάσεις και σχολές-σκηνές. Αυτό το τελευταίο λοιπόν, έχει να κάνει ιδιαίτερα με τον χώρο. -Για να βάλλω και την αρχιτεκτονική στο θέμα-. Μιλάμε λοιπόν για την βρετανική ποπ, το west coast rap, τα ποντιακά τραγούδια και δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Η εποχή των δικτύων λοιπόν, έφερε ένα σωρό αλλαγές ακόμη και στον χώρο. Έγινε λοιπόν μια αλλαγή στη βαρύτητα που κατέχει ο φυσικός χώρος σε σχέση με τον δυνητικό χώρο. Για να το θέσω διαφορετικά, έχει μεγαλύτερη σημασία η σύνδεση που έχεις στο διαδίκτυο από το χώρο τον οποίο χρησιμοποιείς για να συνδεθείς σε αυτό. Έτσι λοιπόν παρατηρείται το ανορθόδοξο, ένα γκρουπάκι που μένει στο διάολο, να έχει περισσότερες αναφορές και ακούσματα από ένα άλλο που μένει δίπλα από τις μουσικές σκηνές τις πόλης. Για να επιστρέψω στην γραφική παράσταση, εκεί που είχαμε τα πάνω κάτω της συνάρτησης (μουσικής δημιουργίας), εξάγωντας συμπεράσματα για τον ρυθμό της εξέλιξης και το εύρος της μουσικής καινοτομίας, η γραφική παράσταση έγινε σαν άσκηση γραμμής στον ντανταϊσμό. Τώρα αυτά τι σχέση έχουν με τον Παυλίδη θα αναρωτηθεί κανείς. Απολύτως καμία θα απαντήσω κοφτά. Τα χρειάζομαι όμως για να εξηγήσω ότι ο καιρός που έψαχνα το τι καινούργιο παίζει στην εγχώρια σκηνή, έχει περάσει ανεπιστρεπτί για μένα. Το εύρος των ακουσμάτων που βομβαρδίζει τις λίστες αναπαραγωγής δεν αφήνει περιθώρια σε συναισθηματισμούς. Τι και αν ένα συγκροτηματάκι της γειτονιάς παίζει όμορφο μελωδικό ροκ. Αν εγώ πέτυχα την προηγούμενη μέρα ένα εξίσου μικρό γκρουπάκι που παίζει στην αυστραλία 18 φορές καλύτερα, θα ακούσω αυτούς. Σκληρό ίσως, όχι γιατί έχουμε εθνικιστικά κόμπλεξ, αλλά γιατί οι συνθήκες που μπολιάζουν την δημιουργία (μία από αυτές και ο τόπος) έχουν μια πρόσθετη αξία από μόνες τους. Αλλά τι να κάνεις life's a bitch and then u die.
O δεύτερος άξονας, έχει να κάνει με τον ελληνικό και τον αγγλικό στίχο. Δεν θα χρειαστεί να το αναπτύξω ιδιαίτερα εδώ όμως, καθώς η συζήτηση έχει τεθεί όμορφα εδώ. Το συμπέρασμα που θα χρησιμοποιήσω στο παρόν κείμενο είναι ότι συνηθίζεις σε συγκεκριμένη κατεύθυνση ήχων και αυτό επηρεάζει όλες τις ακροάσεις σου. Θα προσθέσω μια πινελιά ακόμα μόνο, λέγοντας ότι αυτό που όποτε βλέπω σε ταξινομήσεις φίλων ακόμα και μουσικών ιστοτόπων και σκάει το χειλάκι μου, ίσως να έχει να μας πει πολλά για την αντίληψη της μουσικής από μεγάλη μερίδα κόσμου. Αναφέρομαι στο διάσημο ελληνικά/ξένα που ξεκίνησε από τις δυο πλευρές της κασέτας όταν αυτή ήταν το πιο διαδεδομένο μέσο για την προώθηση της μουσικής και έχει φθάσει μέχρι σήμερα. Εγώ μέχρι πρότινος πίστευα ότι αποτελεί μια πρωτόλεια σχεδόν έμφυτη ορμή ταξινόμησης που σταματά σε κάποια ηλικία, που το άτομο έχει αναπτύξει την μουσική του ταυτότητα. Διάφορα γεγονότα όμως με έκαναν να το δω με άλλο μάτι, μεταξύ άλλων σχετίζοντας το με τον τρόπο που σκέφτεται και κατανοεί τους στίχους ο ανθρώπινος νους...
Αφού λοιπόν όρισα το πρίσμα μέσα από το οποίο κρίνω τις μουσικές, ας πω δυο λόγια παραπάνω για τον Παυλίδη και τις μουσικές που μας προσφέρει εκείνος. Ή μάλλον την δικιά μου σχέση με αυτόν. Ο Παυλάρας λοιπόν προφανώς δεν είναι χθεσινός. Επίσης ίσως αν στεκόμουν σε συμβατικά πλαίσια αναφοράς και δημοσιογραφικής δεοντολογίας δεν θα έπρεπε να μιλάω καν για αυτόν, μόνο και μόνο από σεβασμό. Αλλά όλα αυτά τα έχουμε λίγο πολύ ξεπεράσει σε αυτό το μπλογκ, οπότε γράφω και εγώ πλέον άφοβα. Το πρώτο λοιπόν πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτομαι τον εν λόγω καλλιτέχνη είναι η ιδιαίτερη προφορά του. Η εξεζητημένη δήθεν ερμηνεία για να το πω με δικά μου λόγια. Το οποίο για κάποιο λόγο μπόλιαζε τις σκέψεις μου σχετικά με όλα γύρω από αυτόν. Αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο που φαντάζει κάπως σαν μια ναρκισσιστική προσέγγιση στην μουσική. Και δεν αναφέρομαι μόνο στον ήχο που παράγει, αλλά ακόμη και στο ότι αναφέρεται με το όνομά του και τους B -movies σαν περιοδεύον σχήμα. Δεν τα πάω καλά με τα solo σχήματα. Αυτό αποτέλεσε και το μεγαλύτερο εμπόδιο ανάμεσα σε μένα και την μουσική του. Μέχρι που ήρθε το review του bombier. Και έκατσα και “άκουσα” για πρώτη φορά έναν δίσκο του. Kαι μου άρεσε ρε γαμώτο. Απογοήτευση σου λέω. Αυτό που καταλαβαίνεις ότι αυτά που πίστευες τόσο καιρό δεν είχαν βάση. Νιώθεις αυτά τα λόγια που είχες πει να σε πληγώνουν, και να θρυμματίζονται στις σκέψεις σου, γιατί ήσουν τόσο λάθος. Ντάξι τα παραλέω, αλλά μπήκα σε mood συγγραφής και πετάμε που και που λίγο γραφικότητα. Anyways δεν θα κάνω δεύτερο review για τον δίσκο, αλλά θα πετάξω μόνο μια άκυρη αναλογία από αυτές που μου αρέσουν. Μου θύμισε λοιπόν τον Saul Leiter. Ένας φωτογράφος που δημιουργούσε φωτογραφικούς πίνακες από απλές καθημερινές στιγμές. Αυτό κάνει και ο Παυλίδης, όμορφες χρωματιστές εικόνες από ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί.
Το live λοιπόν, ήρθε να επιβεβαιώσει όλα αυτά που άρχισα δειλά δειλά να σκέφτομαι για αυτόν. Ένας ήχος βγαλμένος από το studio, μια μαγική ατμόσφαιρα και πάνω από δύο ώρες παράσταση που γέμισαν και τον πιο απαιτητικό ακροατή. Εμείς φύγαμε και έπαιζε ακόμα (δεν έφταιγα εγώ) και σας παρακαλώ μην μου πείτε ότι έπαιξε και τον βασιλιά της σκόνης και εγώ είχα φύγει. Γιατί ήταν το ιδανικό σκηνικό, μέσα στο παλάτι του βασιλιά,(!). Ο ίδιος μάλιστα αστειεύτηκε πολλές φορές γιαυτό, λέγοντας ότι δεν περίμενε να παίξει ποτέ σε ένα τέτοιο μέρος. Και ναι όντως, τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να παίζει κομμάτια από τα σπαθιά. (έπαιξε περίπου τον μισό τελευταίο τους δίσκο). Γενικότερα το κυρίως μέρος της παράστασης ήταν από τον τελευταίο δίσκο του (ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί), κάτι που δεν με χάλασε γιατί αυτά ήταν και τα πιο οικεία μου ακούσματα. Εντάξει, και οι θεριστές και η λευκή καταιγίδα και το δεν είμαι από εδώ, που ξεσήκωσαν και περισσότερο τον κόσμο. To κυρίως πιάτο όμως δεν ήταν το χτύπημα και ο χορός, αλλά μια γαλήνη και ομορφιά που σου χάριζε απλόχερα με τους ήχους τους. Post rock και shoegazing φάση. Αυτός ο Θανάσης που έπαιζε την ηλεκτρική κιθάρα ειδικά, μεγάλο ταλέντο. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι αυτό που κάνει ο Παυλίδης δεν είναι απλώς καλύτερο από τα περισσότερα ελληνικά σχήματα, είναι τόσο γαμάτο στα αυτιά μου όσο και ένα σωρό άλλα από όλες τις γωνιές του κόσμου. Και είναι και στα ελληνικά ρε γαμώτο. Και πετυχαίνει κιόλας, βρίσκει ανταπόκριση. Τι να πω, μπράβο ρε Παυλάρα, κέρδισες ακόμα έναν ακροατή.
Για όσους με ξέρουν, εγώ και Παυλίδης δεν βρίσκονταν συχνά στην ίδια πρόταση. Για εκείνους δε που τόσα χρόνια προσπαθούσαν να με πείσουν ότι ο Παυλίδης είναι υπέροχος και έπρεπε να ακούω και εγώ, μια τέτοια είδηση θα φάνταζε ακόμα πιο περίεργη. Αλλά ναι, πήγα και τον είδα live. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν τόσο περίεργο, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι τον είδα τζάμπα, (με πρόσκληση παρακαλώ) κάτι που πάντα κάνει τα πράγματα να ξεκινούν με τους καλύτερους οιωνούς, ενώ χαμηλώνει τις απαιτήσεις στο μίνιμουμ του χαμένου χρόνου σου. Ο δεύτερος είναι ο τελευταίος δίσκος του. Όπως πολύ ωραία τα είπε ο bombier εδώ και εγώ το κρατούσα για έκπληξη για τα καλύτερα του έτους. Αλλά, δεν πρόλαβα, δεν άντεξα, γιατί είναι δισκάρα και γιατί το live επιβεβαίωσε την άποψή μου για τον αυτόν. Από το live δεν έχω ούτε φωτογραφίες ούτε σημειώσεις, οπότε δεν θα πάμε με το γράμμα του νόμου, γιατί δεν θα βγει κάτι καλό ούτως ή άλλως. Αντίθετα θα χρησιμοποιήσω το κλασσικό σχήμα της αφορμής για να μιλήσω για κανα δύο πράγματα που τριγυρίζουν στο μυαλό μου.
Ο πρώτος άξονας ακούει στο όνομα γιατί / για ποιους γράφουμε ή αλλιώς γιατί δεν γράφω τόσο για την ελληνική σκηνή. Τώρα αυτό ακούγεται ιδιαίτερα αυτοαναφορικό, έτσι θα το πλαισιώσω και με ένα μανδύα επεξηγηματικής εξ'ατομίκευσης με κέντρο τον αναγνώστη. Ή αλλιώς, εξηγώντας τους άξονες συγγραφής για την εμβάθυνση και την εμβρίθεια των αναγνωστών. Γιατί στην τελική είμαι ψυχούλα και τους συμπαθώ. Το βασικό επιχείρημα μου σε αυτή την συζήτηση που άνοιξα μόνος μου, είναι η παγκοσμιοποίηση, η εποχή των δικτύων και ένα σωρό άλλα κλισέ παρόμοιας λογικής. Υπάρχει ένα πράγμα που ονομάζεται εξέλιξη και δίπλα του ένα άλλο που ονομάζεται ιστορική μνήμη, ας βάλλουμε και την παράδοση για να γίνει πιο γενικό. Ας φανταστούμε λοιπόν την δημιουργική πορεία, την σύνθεση της μουσικής σαν μια γραφική παράσταση. Ξέρεις αυτό που έχεις μια γραμμή που πηγαίνει πάνω κάτω σε σχέση με τον χρόνο. Αυτό προφανώς είναι ιδιαίτερα γενικό και ασαφές, αλλά στην προκειμένη περίπτωση μέσα στην απροσδιοριστία του θα μας βοηθήσει για να προσεγγίσουμε το θέμα μας. Η μουσική λοιπόν χωρίζεται σε είδη, διαθέσεις και ένα σωρό πράγματα όσα και ο αριθμός αυτών που προσπαθούν να την προσδιορίσουν. Σε μια σύνθεση λοιπόν, υπάρχει το κομμάτι εκείνο που πατάει πάνω σε προηγούμενες προσπάθειες. Αυτό ουσιαστικά μας κάνει να αναζητούμε επιρροές και συναφείς ήχους όταν ακούμε κάτι καινούργιο, ή να ορίζουμε τάσεις και σχολές-σκηνές. Αυτό το τελευταίο λοιπόν, έχει να κάνει ιδιαίτερα με τον χώρο. -Για να βάλλω και την αρχιτεκτονική στο θέμα-. Μιλάμε λοιπόν για την βρετανική ποπ, το west coast rap, τα ποντιακά τραγούδια και δεν ξέρω εγώ τι άλλο. Η εποχή των δικτύων λοιπόν, έφερε ένα σωρό αλλαγές ακόμη και στον χώρο. Έγινε λοιπόν μια αλλαγή στη βαρύτητα που κατέχει ο φυσικός χώρος σε σχέση με τον δυνητικό χώρο. Για να το θέσω διαφορετικά, έχει μεγαλύτερη σημασία η σύνδεση που έχεις στο διαδίκτυο από το χώρο τον οποίο χρησιμοποιείς για να συνδεθείς σε αυτό. Έτσι λοιπόν παρατηρείται το ανορθόδοξο, ένα γκρουπάκι που μένει στο διάολο, να έχει περισσότερες αναφορές και ακούσματα από ένα άλλο που μένει δίπλα από τις μουσικές σκηνές τις πόλης. Για να επιστρέψω στην γραφική παράσταση, εκεί που είχαμε τα πάνω κάτω της συνάρτησης (μουσικής δημιουργίας), εξάγωντας συμπεράσματα για τον ρυθμό της εξέλιξης και το εύρος της μουσικής καινοτομίας, η γραφική παράσταση έγινε σαν άσκηση γραμμής στον ντανταϊσμό. Τώρα αυτά τι σχέση έχουν με τον Παυλίδη θα αναρωτηθεί κανείς. Απολύτως καμία θα απαντήσω κοφτά. Τα χρειάζομαι όμως για να εξηγήσω ότι ο καιρός που έψαχνα το τι καινούργιο παίζει στην εγχώρια σκηνή, έχει περάσει ανεπιστρεπτί για μένα. Το εύρος των ακουσμάτων που βομβαρδίζει τις λίστες αναπαραγωγής δεν αφήνει περιθώρια σε συναισθηματισμούς. Τι και αν ένα συγκροτηματάκι της γειτονιάς παίζει όμορφο μελωδικό ροκ. Αν εγώ πέτυχα την προηγούμενη μέρα ένα εξίσου μικρό γκρουπάκι που παίζει στην αυστραλία 18 φορές καλύτερα, θα ακούσω αυτούς. Σκληρό ίσως, όχι γιατί έχουμε εθνικιστικά κόμπλεξ, αλλά γιατί οι συνθήκες που μπολιάζουν την δημιουργία (μία από αυτές και ο τόπος) έχουν μια πρόσθετη αξία από μόνες τους. Αλλά τι να κάνεις life's a bitch and then u die.
O δεύτερος άξονας, έχει να κάνει με τον ελληνικό και τον αγγλικό στίχο. Δεν θα χρειαστεί να το αναπτύξω ιδιαίτερα εδώ όμως, καθώς η συζήτηση έχει τεθεί όμορφα εδώ. Το συμπέρασμα που θα χρησιμοποιήσω στο παρόν κείμενο είναι ότι συνηθίζεις σε συγκεκριμένη κατεύθυνση ήχων και αυτό επηρεάζει όλες τις ακροάσεις σου. Θα προσθέσω μια πινελιά ακόμα μόνο, λέγοντας ότι αυτό που όποτε βλέπω σε ταξινομήσεις φίλων ακόμα και μουσικών ιστοτόπων και σκάει το χειλάκι μου, ίσως να έχει να μας πει πολλά για την αντίληψη της μουσικής από μεγάλη μερίδα κόσμου. Αναφέρομαι στο διάσημο ελληνικά/ξένα που ξεκίνησε από τις δυο πλευρές της κασέτας όταν αυτή ήταν το πιο διαδεδομένο μέσο για την προώθηση της μουσικής και έχει φθάσει μέχρι σήμερα. Εγώ μέχρι πρότινος πίστευα ότι αποτελεί μια πρωτόλεια σχεδόν έμφυτη ορμή ταξινόμησης που σταματά σε κάποια ηλικία, που το άτομο έχει αναπτύξει την μουσική του ταυτότητα. Διάφορα γεγονότα όμως με έκαναν να το δω με άλλο μάτι, μεταξύ άλλων σχετίζοντας το με τον τρόπο που σκέφτεται και κατανοεί τους στίχους ο ανθρώπινος νους...
Αφού λοιπόν όρισα το πρίσμα μέσα από το οποίο κρίνω τις μουσικές, ας πω δυο λόγια παραπάνω για τον Παυλίδη και τις μουσικές που μας προσφέρει εκείνος. Ή μάλλον την δικιά μου σχέση με αυτόν. Ο Παυλάρας λοιπόν προφανώς δεν είναι χθεσινός. Επίσης ίσως αν στεκόμουν σε συμβατικά πλαίσια αναφοράς και δημοσιογραφικής δεοντολογίας δεν θα έπρεπε να μιλάω καν για αυτόν, μόνο και μόνο από σεβασμό. Αλλά όλα αυτά τα έχουμε λίγο πολύ ξεπεράσει σε αυτό το μπλογκ, οπότε γράφω και εγώ πλέον άφοβα. Το πρώτο λοιπόν πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτομαι τον εν λόγω καλλιτέχνη είναι η ιδιαίτερη προφορά του. Η εξεζητημένη δήθεν ερμηνεία για να το πω με δικά μου λόγια. Το οποίο για κάποιο λόγο μπόλιαζε τις σκέψεις μου σχετικά με όλα γύρω από αυτόν. Αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο που φαντάζει κάπως σαν μια ναρκισσιστική προσέγγιση στην μουσική. Και δεν αναφέρομαι μόνο στον ήχο που παράγει, αλλά ακόμη και στο ότι αναφέρεται με το όνομά του και τους B -movies σαν περιοδεύον σχήμα. Δεν τα πάω καλά με τα solo σχήματα. Αυτό αποτέλεσε και το μεγαλύτερο εμπόδιο ανάμεσα σε μένα και την μουσική του. Μέχρι που ήρθε το review του bombier. Και έκατσα και “άκουσα” για πρώτη φορά έναν δίσκο του. Kαι μου άρεσε ρε γαμώτο. Απογοήτευση σου λέω. Αυτό που καταλαβαίνεις ότι αυτά που πίστευες τόσο καιρό δεν είχαν βάση. Νιώθεις αυτά τα λόγια που είχες πει να σε πληγώνουν, και να θρυμματίζονται στις σκέψεις σου, γιατί ήσουν τόσο λάθος. Ντάξι τα παραλέω, αλλά μπήκα σε mood συγγραφής και πετάμε που και που λίγο γραφικότητα. Anyways δεν θα κάνω δεύτερο review για τον δίσκο, αλλά θα πετάξω μόνο μια άκυρη αναλογία από αυτές που μου αρέσουν. Μου θύμισε λοιπόν τον Saul Leiter. Ένας φωτογράφος που δημιουργούσε φωτογραφικούς πίνακες από απλές καθημερινές στιγμές. Αυτό κάνει και ο Παυλίδης, όμορφες χρωματιστές εικόνες από ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί.
Το live λοιπόν, ήρθε να επιβεβαιώσει όλα αυτά που άρχισα δειλά δειλά να σκέφτομαι για αυτόν. Ένας ήχος βγαλμένος από το studio, μια μαγική ατμόσφαιρα και πάνω από δύο ώρες παράσταση που γέμισαν και τον πιο απαιτητικό ακροατή. Εμείς φύγαμε και έπαιζε ακόμα (δεν έφταιγα εγώ) και σας παρακαλώ μην μου πείτε ότι έπαιξε και τον βασιλιά της σκόνης και εγώ είχα φύγει. Γιατί ήταν το ιδανικό σκηνικό, μέσα στο παλάτι του βασιλιά,(!). Ο ίδιος μάλιστα αστειεύτηκε πολλές φορές γιαυτό, λέγοντας ότι δεν περίμενε να παίξει ποτέ σε ένα τέτοιο μέρος. Και ναι όντως, τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να παίζει κομμάτια από τα σπαθιά. (έπαιξε περίπου τον μισό τελευταίο τους δίσκο). Γενικότερα το κυρίως μέρος της παράστασης ήταν από τον τελευταίο δίσκο του (ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί), κάτι που δεν με χάλασε γιατί αυτά ήταν και τα πιο οικεία μου ακούσματα. Εντάξει, και οι θεριστές και η λευκή καταιγίδα και το δεν είμαι από εδώ, που ξεσήκωσαν και περισσότερο τον κόσμο. To κυρίως πιάτο όμως δεν ήταν το χτύπημα και ο χορός, αλλά μια γαλήνη και ομορφιά που σου χάριζε απλόχερα με τους ήχους τους. Post rock και shoegazing φάση. Αυτός ο Θανάσης που έπαιζε την ηλεκτρική κιθάρα ειδικά, μεγάλο ταλέντο. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι αυτό που κάνει ο Παυλίδης δεν είναι απλώς καλύτερο από τα περισσότερα ελληνικά σχήματα, είναι τόσο γαμάτο στα αυτιά μου όσο και ένα σωρό άλλα από όλες τις γωνιές του κόσμου. Και είναι και στα ελληνικά ρε γαμώτο. Και πετυχαίνει κιόλας, βρίσκει ανταπόκριση. Τι να πω, μπράβο ρε Παυλάρα, κέρδισες ακόμα έναν ακροατή.
βέβαια καταλαβαίνεις ότι μέσα απο το κείμενο σου αυτοαναιρείσαι..??κι αυτό κάνει το ρημάδι το κείμενο ακόμα καλύτερο απο ότι ήδη είναι...
ReplyDeleteαυτοαυτό. είναι το σχήμα λόγου πάρε αυτό, αλλά μην ψαρώνεις δεν είναι μόνο αυτό. θα διεκδικήσω να ονομαστεί σχήμα music.stalker. ...τέτοια θα τους λέω όταν με κλείνουν στο τρελάδικο.
Delete