A Victim Of Society Distractions (Inner Ear, 2014) |
Πάμε τώρα στην άλλη πλευρά. Τι λείπει από τον δίσκο; Το ρίσκο... αυτό που θα πάει τη φάση παραπέρα, που δεν θα μπορείς να εντοπίσεις τις επιρροές, αυτό που θα είναι πρωτότυπο ή καλύτερα, αυτό που θα ξενίσει στο αυτί σου, που θα κάποιοι θα το χαρακτηρίσουν λάθος και κάποιοι άλλοι πρωτοπορία. Τα στοιχεία εκείνα που χωρίζουν τον κόσμο σε υποστηρικτές και μη. Που προξενούν συζητήσεις. Το θέμα είναι ότι μιλάμε για πρωτοπορία και δεν ξέρω εγώ για τι άλλο. Τι στιγμή που έχουμε στα χέρια μας, τον καλύτερο δίσκο που κυκλοφόρησε στα εγχώρια εδώ και πολυυυυυυύ καιρό. Τον ΠΡΩΤΟ δίσκο των παιδιών. Δηλαδή εντάξει. Οποιαδήποτε κριτική γίνεται από μεριάς μου, γίνεται έχοντας σαν δεδομένο ότι ο δίσκος είναι και γαμώ. Και είναι από τα ελάχιστα συγκροτήματα που μπορεί να σταθεί και εκτός συνόρων. Και δεν το λέω για να στηρίξω την εγχώρια σκηνή. Αυτό που έχουν καταφέρει είναι αξιέπαινο για πολλούς λόγους. Φτάνει όμως με τα ευχολόγια και πάμε να πούμε δυο κουβέντες για το είναι πραγματικά αυτός ο δίσκος.
Εδώ συμβαίνει το εξής παράδοξο, που τελικά δεν είναι παράδοξο. Ποίο είναι αυτό; Μα ότι είναι η πρώτη τους ολοκληρωμένη δουλειά, και ακούγονται σαν να παίζουν χρόνια και μάλιστα στο υψηλότερο επίπεδο. Ρε φίλε, τώρα μου ήρθε και άλλη αναλογία. Η Athletico Madrid του Simeone είναι. Ομάδα που βγαίνει “πρώτη φορά” στο τσου λου, και πάει να το σηκώσει. (αυτά τα έγραφα πριν τον τελικό) (*gamw ton ramos*). Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι αυτή η πορεία, περιλαμβάνει πολλή δουλειά από πίσω. Ένα αποτέλεσμα που χτίστηκε σιγά σιγά, γιαυτό και έχει τέτοια συνοχή και σιγουριά στον ήχο τους. Καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν καθαρές συνθέσεις και πλάνο, ενώ παράλληλα όλο το πλάνο επενδύεται από τα απαραίτητα στοιχεία που συμπληρώνουν την ατμόσφαιρα, αλλά δεν την υποκαθιστούν. Και εκεί έγκειται η επιτυχία για μένα, όταν μιλάς για τέτοιους δίσκους. Τώρα σε σχέση με τα πρώτα δείγματα δουλειάς τους, που μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον από την αρχή, έχουν αλλάξει αρκετά. Η παραγωγή είναι για μένα ιδανική, και είναι αυτή που τους ανεβάζει πολλά level πάνω από τον εγχώριο ανταγωνισμό. Αυτή η lo-fi, garage αισθητική υπάρχει ακόμα, απλώς έχει εξελιχθεί, προσθέτοντας πάνω της ένα σωρό άλλες επιρροές, που δεν έχει και ιδιαίτερο νόημα να αναλύσουμε, αφού τον δίσκο τον ακούτε ελεύθερα από το bandcamp της inner ear. Τα συναισθήματα που προξενεί είναι κοντά στις ποστ-πανκ, πoστ-ροκ καταβολές, και την κινηματογραφική πλοκή davidolynchikis ταινίας. Εσωστρέφεια, αγωνία, φόβο, πόνο, εκτόνωση. Ή σαν να λέμε, για κάτι περίεργους τύπους σαν και μας, απλώς γουστάρεις φάση. Το πλέον σημαντικό στοιχείο όμως, είναι ότι περιλαμβάνει ένα ενδιαφέρον για τον ακροατή! Κάτι το οποίο ήταν πιστεύω στόχος. Εκτός και αν κατά τύχη το τζαμάρισμα δύο φίλων βρίσκει τόσο εύκολα ανταπόκριση στα αυτιά του ακροατή. Γιαυτό και είναι τόσο γνώριμο, γιαυτό και μοιάζει τόσο πολύ με αυτά που έχεις ξανακούσει, αλλά που κακώς θεωρούμε ότι είναι αυτονόητο, και αποδεικνύεται συνεχώς από ένα σωρό ανθρώπους και συγκροτήματα που επειδή έπεσαν στα χέρια τους δύο όργανα και έμαθαν να ηχογραφούν, αυτομάτως έγιναν καλλιτέχνες.
Συνοψίζοντας, ο δίσκος χρειάζεται χρόνο για να ακουστεί. Γιατί έχει μέσα του πολλά πράγματα, απόρροια συστηματικής δουλειάς και ενασχόλησης και είναι κρίμα να ξεπερνιέται με επιδερμικές αναγνώσεις-ακροάσεις.
+ Θα έχουμε την ευκαιρία να τους απολαύσουμε και στο Plisskën Festival πολύ σύντομα.