BADBADNOTGOOD III (Innovative L., 2014) |
Είπαμε να κάνουμε τα κειμενάκια πιο μικρά και λιγότερο αυτοαναφορικά, αλλά νομίζω ότι ξεκίνησα με λάθος δίσκο. Γιατί το τρίο από το Οντάριο έχει να μας πει πολλά και είναι κρίμα να τα πνίξουμε για μια πιο εύκολη ανάγνωση.
Ας κάνουμε λοιπόν μια μικρή εισαγωγή. Οι BBNG είναι ένα jazz τρίο από το Οντάριο που κάνει κατά βάση jazz διασκευές, με μια δόση από hip-hop, έχοντας συχνές συναλλαγές με αυτό. Ή μάλλον έτσι ήταν μέχρι το ΒΒΝG III, τον τρίτο δίσκο του συγκροτήματος, που αποτελεί και τον πρώτο με αποκλειστικά αυθεντικό υλικό. Το jazz-hop σχήμα λοιπόν, όπως βολεύει για συντομία να παρουσιάζονται, αρχίζει να αυτοπροσδιορίζεται και να χαράζει τους δικούς του δρόμους στην ιστορία της μουσικής.
Jazz, hip-hop, electronica και post rock αποτελούν τα συστατικά στοιχεία του δίσκου. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλήσουμε για mainstream στροφή, αφού απέχουν αρκετά ακόμη από τέτοιους σκοπούς. Υπάρχει αναμφίβολα όμως μια μεγάλη έκρηξη στην δημοσιότητα που απολαμβάνουν, γεγονός που πάντα επηρεάζει τις συνθήκες δημιουργίας και το αποτέλεσμα της. Περισσότερη δημοσιότητα σημαίνει περισσότερες εμφανίσεις που οδηγεί μακριά από την αίσθηση της παρέας που τζαμάρει πάνω από συνθέσεις άλλων βγάζοντας ένα στοιχείο πηγαίας καλλιτεχνικής έκφρασης προς τα έξω. Το αποτέλεσμα του δίσκου ΙΙΙ σε σχέση με τα ΙΙ και Ι λοιπόν, είναι από τη μία μεριά πιο αυθεντικό ως προς την δημιουργία των συνθέσεων, αλλά συνάμα λιγότερο τολμηρό και ετερόκλητο σαν συνολικό αποτέλεσμα.
Ένα στοιχείο που αξίζει να σημειωθεί, κάτι που είναι ακόμη περισσότερο εμφανές όταν παρακολουθεί κάποιος το τρίο ζωντανά, -ή έστω σε live streaming όπως εγώ- είναι το μοίρασμα που υπάρχει ανάμεσα στα όργανα (πλήκτρα, ντραμς και μπάσο). Αυτή η αμεσοδημοκρατία της jazz που αφήνει μέχρι και στο δύσμοιρο το μπάσο να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο για ορισμένες στιγμές. Εκεί που σημειώνω ότι τα ντραμς είναι αυτά που καθορίζουν το πλαίσιο ανάπτυξης της κάθε σύνθεσης, βλέπω στο επόμενο τραγούδι τον ρόλο αυτό να αναλαμβάνουν τα πλήκτρα ή το μπάσο. Μαζί με την προσθήκη του σαξόφωνου σε ορισμένα κομμάτια δημιουργούν αυτή την πολύπλευρη αίσθηση του δίσκου σαν σύνολο, που νομίζω μόνο θετικά λειτουργεί για το αποτέλεσμα που φθάνει στα αυτιά μας. Πέρα όμως από τις jazz καταβολές, έχουμε και έντονες post rock αναφορές. H κλιμάκωση στις συνθέσεις, ειδικά στο eyes closed που θα μπορούσε να ξεπηδήσει από άλμπουμ post-rock συγκροτήματος που ψάχνει να πειραματιστεί.
Το Cant leave the night ήταν το πρώτο single και όσο και αν έχω στύψει το κεφάλι μου, και τις μηχανές αναζήτησης, δεν μπορώ να βρω από που ξεσήκωσαν την ιδέα γιαυτή τη σύνθεση. Μοιάζει τόσο οικείο, ίσως γιατί είναι η τέλεια σύνθεση. Γιατί ακροβατεί στα όρια όσων λέμε για αυτούς. Ανάμεσα στην σύνθεση και στον αυτοσχεδιασμό, ή μάλλον μια ξεκάθαρη σύνθεση με όσα στοιχεία από τον δεύτερο χρειάζονται για να αποκτήσει βάθος και νοήματα. Νομίζω ότι η κατεύθυνσή του, ήταν ο στόχος του δίσκου, αλλά τέτοια κομμάτια δεν τα γράφεις κάθε μέρα. Η αλήθεια είναι ότι θέτουν οι ίδιοι τον πήχη ψηλά. Αλλά δεν είναι ακόμα στο επίπεδο για να υποστηρίξουν μια τέτοια προσπάθεια. Παρόλα αυτά, συνολικά ο δίσκος κρίνεται σαν ένα θετικό βήμα στην εξέλιξη του συγκροτήματος.
Όντως προσωπικά μεγάλος φαν των τριών νεαρών καθώς και αναγνωρίζοντας την συνθετική δυσκολία του να δημιουργείς από το μηδέν αντί να πατάς πάνω σε υφιστάμενες συνθέσεις, νομίζω ότι το τελευταίο πόνημα των ΒΒNG είναι ένα τολμηρό βήμα προς τα εμπρός. Βγάζει το γκρουπ από την κατηγορία των τζαζ διασκευών και δείχνει τον δρόμο για τα μελλοντικά τους σχέδια...
8.2Ας κάνουμε λοιπόν μια μικρή εισαγωγή. Οι BBNG είναι ένα jazz τρίο από το Οντάριο που κάνει κατά βάση jazz διασκευές, με μια δόση από hip-hop, έχοντας συχνές συναλλαγές με αυτό. Ή μάλλον έτσι ήταν μέχρι το ΒΒΝG III, τον τρίτο δίσκο του συγκροτήματος, που αποτελεί και τον πρώτο με αποκλειστικά αυθεντικό υλικό. Το jazz-hop σχήμα λοιπόν, όπως βολεύει για συντομία να παρουσιάζονται, αρχίζει να αυτοπροσδιορίζεται και να χαράζει τους δικούς του δρόμους στην ιστορία της μουσικής.
Jazz, hip-hop, electronica και post rock αποτελούν τα συστατικά στοιχεία του δίσκου. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλήσουμε για mainstream στροφή, αφού απέχουν αρκετά ακόμη από τέτοιους σκοπούς. Υπάρχει αναμφίβολα όμως μια μεγάλη έκρηξη στην δημοσιότητα που απολαμβάνουν, γεγονός που πάντα επηρεάζει τις συνθήκες δημιουργίας και το αποτέλεσμα της. Περισσότερη δημοσιότητα σημαίνει περισσότερες εμφανίσεις που οδηγεί μακριά από την αίσθηση της παρέας που τζαμάρει πάνω από συνθέσεις άλλων βγάζοντας ένα στοιχείο πηγαίας καλλιτεχνικής έκφρασης προς τα έξω. Το αποτέλεσμα του δίσκου ΙΙΙ σε σχέση με τα ΙΙ και Ι λοιπόν, είναι από τη μία μεριά πιο αυθεντικό ως προς την δημιουργία των συνθέσεων, αλλά συνάμα λιγότερο τολμηρό και ετερόκλητο σαν συνολικό αποτέλεσμα.
Ένα στοιχείο που αξίζει να σημειωθεί, κάτι που είναι ακόμη περισσότερο εμφανές όταν παρακολουθεί κάποιος το τρίο ζωντανά, -ή έστω σε live streaming όπως εγώ- είναι το μοίρασμα που υπάρχει ανάμεσα στα όργανα (πλήκτρα, ντραμς και μπάσο). Αυτή η αμεσοδημοκρατία της jazz που αφήνει μέχρι και στο δύσμοιρο το μπάσο να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο για ορισμένες στιγμές. Εκεί που σημειώνω ότι τα ντραμς είναι αυτά που καθορίζουν το πλαίσιο ανάπτυξης της κάθε σύνθεσης, βλέπω στο επόμενο τραγούδι τον ρόλο αυτό να αναλαμβάνουν τα πλήκτρα ή το μπάσο. Μαζί με την προσθήκη του σαξόφωνου σε ορισμένα κομμάτια δημιουργούν αυτή την πολύπλευρη αίσθηση του δίσκου σαν σύνολο, που νομίζω μόνο θετικά λειτουργεί για το αποτέλεσμα που φθάνει στα αυτιά μας. Πέρα όμως από τις jazz καταβολές, έχουμε και έντονες post rock αναφορές. H κλιμάκωση στις συνθέσεις, ειδικά στο eyes closed που θα μπορούσε να ξεπηδήσει από άλμπουμ post-rock συγκροτήματος που ψάχνει να πειραματιστεί.
Το Cant leave the night ήταν το πρώτο single και όσο και αν έχω στύψει το κεφάλι μου, και τις μηχανές αναζήτησης, δεν μπορώ να βρω από που ξεσήκωσαν την ιδέα γιαυτή τη σύνθεση. Μοιάζει τόσο οικείο, ίσως γιατί είναι η τέλεια σύνθεση. Γιατί ακροβατεί στα όρια όσων λέμε για αυτούς. Ανάμεσα στην σύνθεση και στον αυτοσχεδιασμό, ή μάλλον μια ξεκάθαρη σύνθεση με όσα στοιχεία από τον δεύτερο χρειάζονται για να αποκτήσει βάθος και νοήματα. Νομίζω ότι η κατεύθυνσή του, ήταν ο στόχος του δίσκου, αλλά τέτοια κομμάτια δεν τα γράφεις κάθε μέρα. Η αλήθεια είναι ότι θέτουν οι ίδιοι τον πήχη ψηλά. Αλλά δεν είναι ακόμα στο επίπεδο για να υποστηρίξουν μια τέτοια προσπάθεια. Παρόλα αυτά, συνολικά ο δίσκος κρίνεται σαν ένα θετικό βήμα στην εξέλιξη του συγκροτήματος.
Όντως προσωπικά μεγάλος φαν των τριών νεαρών καθώς και αναγνωρίζοντας την συνθετική δυσκολία του να δημιουργείς από το μηδέν αντί να πατάς πάνω σε υφιστάμενες συνθέσεις, νομίζω ότι το τελευταίο πόνημα των ΒΒNG είναι ένα τολμηρό βήμα προς τα εμπρός. Βγάζει το γκρουπ από την κατηγορία των τζαζ διασκευών και δείχνει τον δρόμο για τα μελλοντικά τους σχέδια...
Those will burn: Triangle, Can't Leave the Night, Eyes Closed, Hedron, CS60
No comments:
Post a Comment