Ω αναβολή.
Όταν μιλάμε για αναβολή, νομίζω ότι έχω φτάσει το τόπικ, του ε χό ουλ νιου λέβελ. Λίγο το τοπ-20 του Δεκέμβρη, λίγο οι εντατικοί ρυθμοί της διπλωματικής, λίγο η κατάρρευση που ακολούθησε μετά, φτάσαμε στα τέλη του Μαΐου για να γράψω κάτι. Το θέμα είναι ότι έχω κάτι απωθημένα από πέρυσι. Δύο δίσκους για τους οποίους ήθελα να γράψω τόσο καιρό, αλλά για χίλιους δυο λόγους και δικαιολογίες, δεν έκατσα να τελειώσω τόσο καιρό. Το παρών κειμενάκι λοιπόν αποτελεί το ξεπέρασμα της έως τώρα αεργίας και συνάμα, θέλω να πιστεύω, την αρχή μιας μικρής παραγωγικότητας. (μιας και τόσο καιρό έχουν μαζευτεί πολλοί δίσκοι για τους οποίους θέλω να γράψω). Ταυτόχρονα αποτελεί μια άναρχη και ασυνάρτητη συγγραφή, προϊόν ανολοκλήρωτων προσπαθειών στο διάστημα όλων αυτών των μηνών. Κάτι που ελπίζω ότι ίσως έχει να προσφέρει μια ξεχωριστή χροιά στην εκτίμηση-κριτική ενός μουσικού έργου.
Ακόμα ένας λόγος.
Τα ρεβιους που κάνουμε, από την δικιά μου τουλάχιστον οπτική, αποτελούν μάλλον προσωπικές αναγνώσεις των δίσκων και όχι αντικειμενικές και τεχνικά άρτιες κριτικές τέχνης. -τώρα αυτό το αναγνώσεις δεν ξέρω κατά πόσο είναι σωστό, αφού τον δίσκο τον ακούς δεν τον διαβάζεις, αλλά δε γαμιέται, βγάζει μια λυρικότητα-. Έλεγα λοιπόν για το προσωπικό του θέματος. Αυτός είναι ένας λόγος που για μένα το πόσο πρόσφατος είναι ο δίσκος περνάει σε δεύτερη μοίρα. Μιλάς για αυτά που έχεις κάτι να πεις. Τα είδες με ένα τρόπο που σκέφτεσαι ότι ίσως αξίζει να μοιραστείς με κάποιον άλλο. Ίσως και να μην αξίζει. Ίσως και να μην τα δει κανένας άλλος. Εσύ οργάνωσες τη σκέψη σου με κάποιο τρόπο, και προσπάθησες να το κοινωνήσεις και σε κάποιον άλλο. Ήδη κέρδισες πολλά, αλλά η μεγαλύτερη επιβράβευση είναι όταν βλέπεις κάτι που εσύ δημιούργησες να γίνεται αφορμή για συζήτηση με άλλους, είτε με καλές είτε και με κακές κριτικές. Έτσι αντιλαμβάνομαι προς το παρόν τη δημιουργία (γενικότερα) και για να είμαι ειλικρινής, δεν θέλω αυτό να αλλάξει σύντομα. Τώρα αν από αυτά που δημιουργείς περιμένεις να βγάλεις και το ψωμί σου, ίσως αλλάζει το πράμα. Δεν ξέρω ακόμα. Ίσως μου το απαντήσει ο μελλοντικός εαυτός μου.
G.o.o.d. Music Cruel Summer (Good Music/Def Jam, 2012) |
Ας μιλήσουμε όμως λίγο και για μουσική. Η πρώτη δισκοκριτική αφορά το Cruel Summer. Ήθελα από την αρχή της κυκλοφοριάς του να γράψω για αυτόν (μπας και γλιτώσω λίγο χρόνο από κανέναν άμοιρο αναγνώστη), αλλά για διάφορους λόγους το ανέβαλλα μέχρι που πέρασε ο καιρός και δεν έβρισκα πλέον νόημα να πω κάτι για αυτόν (τον ούτως ή άλλως μάπα δίσκο). Το μετάνιωσα όμως... Κάτι οι φήμες που θέλουν το label να βγάζει και νέο δίσκο / Cruel Winter / , κάτι το κράξιμο που δεν έχω ξαναρίξει ποτέ για άλλο δίσκο με έκαναν να ξαναπιάσω τις σημειώσεις μου. ++ και την πρόσφατη αποχώριση του Kid Cudi από το label. Η δισκογραφική Collectiva του Kanye West μας παρουσίαζει τον δίσκο cruel summer. Το ενδιαφέρον του δίσκου έγκειται στο συλλογικό του αποτελέσματος. Αν και είναι φανερή η υπογραφή του Kanye, η συμμετοχή πολλών καλλιτεχνών τόσο στο σύνολο του δίσκου όσο και σε κάθε κομμάτι ξεχωριστά μας προσφέρει κομμάτια που δεν θα υπήρχαν από την καλλιτεχνική δραστηριότητα του καθενός ξεχωριστά. Παράλληλα μας δίνεται η δυνατότητα να ακούσουμε ένα τόσο ευρύ φάσμα από διαφορετικά στυλ σε τόσο λίγο χρόνο. Κάπου εκεί, τελειώνουν και τα θετικά στοιχεία του δίσκου.
Πάμε τώρα και στα προφανή... Ο Kanye πάνω από όλα είναι επιχειρηματίας... Ο δίσκος λοιπόν επιτελεί πολύ καλά το ρόλο του ως εμπορικό προϊόν. Αφενός λειτουργεί ως προμοτάρισμα των “νέων” καλλιτεχνών που περιλαμβάνονται στην δισκογραφική του (2 Chainz...) και αφετέρου εγγυάται μια ασφαλή εμπορική διαδρομή μέσω των ισχυρών ονομάτων που διαθέτει (Jay-z, Ghostface Killah, Common..). Το ενδιαφέρον στοιχείο που προέκυψε, μετά από τόσες ακροάσεις που έγιναν, κάθε φορά που έπιανα να γράψω για τον δίσκο, είναι ότι εξακολουθεί να μην ακούγεται. Εντάξει μπορεί να έχει και μερικά επιτυχημένα verses, αλλά δεν το σώζουν με τίποτα. Όποτε ακούω αυτό το “Drop it to the floor, make that ass shake” μου ακούγεται πιο φθηνό και από το hot-dog στην Aλεξάνδρας. Γενικά ο δίσκος στο συνολό του, ακούγεται πολύ απλός και πρόχειρος, ίσως γιατί μάλλον είναι... Κατά πάσα πιθανότητα θα ξεχαστεί γρήγορα, αξίζει μόνο κάποιες ακροάσεις για ιστορικούς λόγους και γιατί έχει πλάκα να ακούς τους μουσικούς -σχεδόν- αυθορμητισμούς αυτών των καλλιτεχνών. Μας δείχνει πόσο εύκολο και δύσκολο είναι συνάμα να κάνει κανείς τέτοιου είδους μουσική.... ps: ό,τι και να βγάλλεις αμα τo πασπαλίσεις με λίγο illuminatti πουλάει στην αμερική.... ps: ακόμα και το artwork, εκδοχή που απέρριψαν για το watch the throne μου μοιάζει... Ο βαθμός είχε φτάσει και στο 6,5 στις καλές μου, αλλά τελικά θα επιστρέψει στο αυθόρμητο αρχικό 4,5
4.5
Those will burn: Mercy
και για να πλαισιώσει το review
The Babies Our House on the Hill (Woodsist; 2012) |
Ο δεύτερος δίσκος για τον οποίο ήθελα να γράψω τόσο καιρό είναι του συγκροτήματος The Babies – Our House on the hill. Δεν ξέρω ακόμα τον λόγο, αλλά το ρεβιού αυτό γράφτηκε τελευταία στιγμή, παρόλο που έχω αφιερώσει στον δίσκο ασύγκριτα περισσότερο χρόνο σε σχέση με το Cruel Summer. Ίσως και να είναι εν μέρει ενδεικτικό του θορύβου που έγινε γύρω από τον δίσκο. Ούτε κιχ. Αυτός ήταν και ο λόγος που ήθελα να γράψω εξ αρχής για αυτόν. Η αλήθεια είναι ότι αν περιμένει κανείς μουσικές υπερβάσεις και πειραματισμούς, δεν θα τους βρει εδώ. Αυτό που έχει ο δίσκος είναι μια ειλικρίνεια και σεμνότητα ως προς αυτό που παράγουν. Πρόκειται για έναν easy listening δίσκο -indie rock για τις ταμπέλες-, του οποίου την αξία αντιλήφθηκα όταν κατάλαβα ότι είχα μάθει ασυναίσθητα όλους του στίχους του. Η αλήθεια είναι ότι δεν μοιάζουν με ομηρικά έπη, αλλά είναι ενδεικτικό του πόσο πολύ έπαιξε στο winamp μου, το 2012. Δεν είμαι σίγουρος γιατί, αλλά ο δίσκος έγινε πολύ προσωπικός. Λίγο τα απαλά ροκάκια, το χαρούμενο αλλά και νοσταλγικό mood και άλλο τόσο η ταύτιση μου με τους στίχους, με έκαναν να τον αγαπήσω. Τώρα που καλοκαιριάζει και τον ξανακούω, σκέφτομαι πόσο πολύ θα ταίριαζε μια μπυρίτσα και αραλίκι σε μια παραλία και από πίσω να παίζουν οι The Babies. Slow Walkin φάση. Οπότε γράφω καμία καλή κουβέντα, να τους αγαπήσει και κανένας άλλος. Και που ξέρεις, μπορεί να γίνουμε πολλοί και να έρθουν και για κανένα live.
Those will burn: Alligator, Get Lost, Slow Walkin
και για να πλαισιώσει το review
νομίζω τον στόχο τον εκπλήρωσε αυτό το πόστ σου. τους αγάπησε και κάποιος άλλος~και μου βγάζουν κι εμένα αυτη τη νοσταλγιά την ακαθόριστη!
ReplyDeleteγιαννίτσα(νοτ ρίλι anonymous!)