Friday, August 30, 2013

J. Cole - Born Sinner

J. Cole
Born Sinner
(Roc Nation, 2013)

  To hip hop βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα γόνιμη περίοδο στην Αμερική αυτή τη στιγμή. Πολλά τα ονόματα που “παίζουν” γενικά, αλλά η εστίαση μας βρίσκεται σε μια νέα γενιά καλλιτεχνών. Νέα σε σύγκριση με τα μεγάλα ονόματα δηλαδή, γιατί όταν κάποιος είναι 26 χρονών, μπορεί να έχει και άνετα μια δεκαετία σοβαρής ενασχόλησης με το άθλημα. Στο πλαίσιο λοιπόν της εξερεύνησης αυτής της κουλτούρας στο σήμερα, παρακολουθώ τακτικά το Complex, ένα περιοδικό ευρείας κατανάλωσης μαζικής αστικής κουλτούρας. Από αυτό λοιπόν, μπορεί κανείς να εξάγει πολλά συμπεράσματα, για το τι παίζει στην Αμερική στο χώρο του mainstream πλέον hip-hop. Πως επιλέγουν να προωθηθούν οι εκκολαπτόμενοι “βασιλιάδες” του χώρου και άλλα πολλά. Όπως επίσης και τα κολλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν στα ακούσματα μου. (Αυτός ο Drake ρε φίλε, μπορεί να γίνει ο καλύτερος ράππερ, να έχει την καλύτερη ομάδα προώθησης, να δηλώσει ο κάθε αγαπημένος μου καλλιτέχνης ότι τον έχει είδωλο, ακόμα και να δηλώσει βάζελος τώρα που τον πίνουμε, δεν παίζει να μου κάνει θετική εντύπωση... Αυτή η χροιά θα εξακολουθήσει να μου φαίνεται σπαστική. Το είπα και ξεθύμανα, γιατί δεν παίζει να γράψω ρεβιου ποτέ για αυτόν και πετάγεται σαν την "κομμένη κεφαλή" σε ένα σωρό δίσκους. ) 

  Πάμε τώρα στο επόμενο κομμάτι της εισαγωγής. Δεν ξέρω σε πόσα αυτιά έφτασε το verse του Κ. Lamar, στο control του Big Sean. Στην αμερική πάντως, χαμός. Το τι παπαριά γράφτηκε, δεν λέγεται. -κάπου 20 μιρια αποτελέσματα βγάζει τώρα στο γοογλε-. Αφού ρωτήσανε και τον κάθε πικραμένο, κατάλαβαν τα μέσα, ότι δεν αρκεί για να δημιουργήσει βεντέτες παλαιάς κοπής. Ουσιαστικά ο Κ. ανέφερε τον ανταγωνισμό του, κάνοντας και promo ουσιαστικά στους αναφερθέντες συναδέλφους. Ένας από αυτούς, λοιπόν είναι ο J. Cole. Ήμουν στο όριο να γράψω, γιατί δεν θα χαθεί και τίποτα ουσιαστικό αν δεν μάθει κανένας για αυτόν είναι η αλήθεια. Αλλά μετά σκέφτηκα κάπως να οργανώσω αυτή την νέα γενιά, (αυτούς που ξεχώρισα εγώ τουλάχιστον, γιατί είναι αμέτρητοι...) μαζί με κάτι λίγα από τους παλιούς -κλασσικά ο δίσκος παίζει παράλληλα την ώρα που γράφω και δεν μπορώ να οργανώσω την σκέψη μου-. Οπότε θα ξεκινήσω ανορθόδοξα και εγώ. Μιλάμε για έναν δίσκο, που ίσως να σημειώνει και ρεκόρ στις αναφορές του σε άλλους καλλιτέχνες και την ιστορία του hip-hop, και δεν σε αφήνει σε χλωρό κλαρί. Και αφού ξεκίνησα από το αποτέλεσμα, ας πάμε πίσω στο γιατί. Ο Cole, λοιπόν, για αρχή έχει μια φάτσα σαν να έκανες blend τον Nas με τον Πφ Diddy. Επίσης είναι ακόμα ένας που θεωρείται ότι θα σηκώσει στις πλάτες του το μέλλον του χώρου. Η αλήθεια είναι ότι έχει πολύ ταλέντο. Και ίσως να ήταν και ο καλύτερος από τους νέους, αν το παιχνίδι παιζόταν όπως “παλιά”. Εκεί μένει πίσω για μένα, σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Είναι ο πολιτικά ορθώς ράππερ. Κανένα νόημα ε; Το παλικάρι θα μπορούσε να έκανε τον δίσκο του 10 χρόνια πριν, κανένας δεν θα ένιωθε περίεργα. Γαμάτος δεν λέω, αλλά αν θες να ακούσεις κάτι παρόμοιο, βάζεις έναν παλιό δίσκο να παίξει, ας πούμε το It was Written -sophomore στροφή στο mainstream- του Nas ή το college dropout του Κanye που είναι και πιο κοντά στην δεκαετία. Όλο το βάρος που έχει στις πλάτες του, από αυτά που περιμένει ο κόσμος αλλά και ο ίδιος από τον εαυτό του βγαίνει σε αυτόν τον δίσκο. Χαρακτηριστικό των προσδοκιών του, το κομμάτι -let Nas Down- *ακόμα ένα ινδαλμά του*. Η φιλοδοξία του φανερώνεται επίσης και από την προσωπική του επιλογή να κυκλοφορήσει τον δίσκο την ίδια εβδομάδα με αυτόν του Kanye, δείχνοντας ότι θέλει κοντραριστεί στα ίσια με την παλιά φρουρά. Τελικά, έχασε τη μάχη του ταμείου, -για λίγο- παρότι ο δίσκος του K. δεν ήταν φτιαγμένος για να πουλήσει.

    Μετά τα πολλά γύρω από τον δίσκο, ας δούμε τι συμβαίνει και μέσα σε αυτόν. Πρόκειται για έναν όμορφο δίσκο, με τις καλές και κακές στιγμές του. Η λυρικότητα του Cole είναι αξιοσημείωτη, και το flow του είναι μάλλον από τα δυνατά του σημεία -απλώς ακούστε το δεύτερο verse από το rich niggaz-. Οι στιγμές που ο δίσκος προσεγγίζει υπερβολικά το RnB μου φαίνονται λίγο αποτυχημένες τόσο σαν επιλογή αλλά και ως εκτέλεση. -άστο για τους outkast αυτό.- Btw ίσως το καλύτερο beat του δίσκου είναι στο LAnd of the snakes, αυτούσιο σχεδόν από το Τhe Art of Storytellin' part 1 των Outkast, κάτι που μας λέει πολλά τόσο για την (μη) αυθεντικότητα του δίσκου, όσο και για την φιλοδοξία του Cole. Τα soul και gospel samples δίνουν την κυρίαρχη αισθητική του δίσκου και η σύγκριση με τον πρώιμο Kanye είναι αναπόφευκτη. - Τα καλά κομμάτια δεν λείπουν από τον δίσκο, αλλά η αναλογία δεν είναι καλή, 3-4 κομμάτια δεν αρκούν για να θεωρηθεί αυτός ο δίσκος καλός. Η αίσθηση που αφήνει ο δίσκος έχει κάτι το ανολοκλήρωτο. Λείπει το στοιχείο αυτό που θα γράψει στο υποσυνείδητό σου τα ερεθίσματα που θα σε κάνουν να τον αναζητήσεις μετά από έναν χρόνο. Έχει την τεχνική, αλλά δεν έχει τον σωστό τρόπο να μεταφέρει αυτά που θέλει να πει στον ακροατή. Θέλει να τα κάνει όλα, αλλά καταλήγει μέτριος. Συμπέρασμα, keep an eye on that niggah, με λίγο δουλειά στο ξεσκαρτάρισμα, και έναν πιο προσωπικό ήχο, έχει να μας πει πράγματα στο μέλλον. Προς το παρόν...


_ 7

Those will burn: let nas down, LAnd of the Snakes, niggaz know (bonus)


Tuesday, August 27, 2013

Autre ne Veut - Anxiety

Autre ne Veut
Anxiety
(Software Records, 2013)

Είναι πολλοί δίσκοι που σου είναι αδιάφοροι. Ίσως οι περισσότεροι. Υπάρχουν πάλι αρκετοί που σου αρέσουν, απολαμβάνεις να τους ακούς, αλλά μπορείς να δεις και τις αδυναμίες τους. Είναι μερικοί δίσκοι που τους ακούς και καταλαβαίνεις ότι είναι αριστουργήματα. Εγκεφαλικά και βάζοντας τη λογική σου να δουλέψει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι σου αρέσουν ή ότι τέλος πάντων ότι είναι κάτι που μπορείς να ακούς συνέχεια. Και τέλος είναι δίσκοι με τους οποίους κολλάς τόσο χοντρά που τους ακούς για μήνες ασταμάτητα χωρίς να μπορέσεις να εντοπίσεις ακριβώς που κρύβεται το μυστικό τους. Φεύγεις και επανέρχεσαι συνεχώς. Νοιώθεις τους ήχους τους στο μυαλό σου ακόμα και όταν δεν τους ακούς, χαράζονται κάπου μέσα σου, και με κάθε ακρόαση οι χαρακιές γίνονται πιο βαθιές. Αυτοί οι τελευταίοι δίσκοι είναι πολύ λίγοι, και διαφορετικοί για τον καθένα. Για την ακρίβεια είναι ελάχιστοι. Προσωπικά δεν μπορώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που μου συνέβη κάτι τέτοιο. Την τελευταία φορά πριν από αυτόν εδώ.
Το Anxiety ξεκινάει με το Play by Play. Ίσως όχι το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, αλλά σίγουρα το πιο εντυπωσιακό. Αρχίζει με ένα αργό επαναληπτικό μοτίβο και κάπου στα 30' μπαίνει η φωνή: "and I said: baby...". Πέντε φορές μέχρι να χτιστεί η απαραίτητη αναμονή. Και αφού πιστεύουμε ότι έχουμε μπει στο νόημα και αρχίζει να μας εξηγεί το τι λέει τέλος πάντων, εκεί στο 1:40 ακριβώς γίνεται η πιο απίστευτη αλλαγή που έχω ακούσει· οι συχνότητες πέφτουν, ένα μπιτ έρχεται στο προσκήνιο από το πουθενά, ψάχνεις να βρεις τι σου συμβαίνει, αλλά πριν καλά καλά το καταλάβεις μπαίνει μία καινούργια μουσική φράση που επαναλαμβάνεται για τα υπόλοιπα 3 λεπτά μέχρι το τέλος. Αυτό. Το 'κυρίως μέρος' ουσιαστικά διαρκεί 20", τα υπόλοιπα είναι intro και outro. Ούτε που το αντιλαμβάνεσαι όμως. Για την ακρίβεια, μάλλον θα μπορούσες να συνεχίσεις να ακούς το outro μέχρι να τελειώσει ο δίσκος. Δεν μπορώ να εξηγήσω πως το κάνει ακριβώς. Στις πρώτες ακροάσεις νοιώθεις ότι οι υποσχέσεις που αφήνει το Play by play δεν εκπληρώνονται στα υπόλοιπα. Αίσθηση παροδική καθότι σταδιακά ανακαλύπτεις το μεγαλείο του Counting, περιμένεις εναγωνίως το ρεφραίν του I wanna dance with you, βάζεις στο repeat για καμιά δεκαριά φορές το Gonna Die. Και τελικά αγαπάς το κάθε κομμάτι διαφορετικά. Εγώ δηλαδή.
Τι παίζουν (στην πραγματικότητα παίζει, ένας άνθρωπος είναι)? Κάτι ανάμεσα στους Gang gang dance, τους Animal Collective (σε ένα λιγότερο φανερό επίπεδο), το witchhouse, με r'n'b φωνητικά που σε σημεία θυμίζει Prince και σε άλλα David DeFeis (?) και παίζει τα πιο κολλητικά hooks που έχω ακούσει ποτέ. DIY στο μεγαλύτερο μέρος του (ο προηγούμενός ομώνυμος που παρεμπιπτόντως άκουγα παράλληλα με αυτόν εδώ ήταν εξ' ολοκλήρου). Κομμένος και ραμμένος, περνάει χωρίς να το καταλάβεις από το εσωτερικό και το απέριττο στο επικό και το ογκώδες. Και κυρίως με ένα αλάνθαστο pop αισθητήριο. Όλα αυτά μοιάζει να γίνονται με τον πιο απλό και εύκολο τρόπο. Μπορεί και να γίνονται δηλαδή, δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο δίσκος είναι μοναδικός.
Αν το πάρουμε λογικά, αντικειμενικά κτλ κτλ, μάλλον έχουν βγει καλύτεροι δίσκοι φέτος. Αλλά από το σημείο που το βλέπω εγώ αυτή τη στιγμή, είναι χαλαρά ο δίσκος της χρονιά μέχρι τώρα για μένα.

_
9.5

Those will burn: Play by Play, Counting, Gona Die, Don't Ever Look Back, I Wanna Dance with Somebody


Sunday, August 25, 2013

Woodkid - The Golden Age

Woodkid
The Golden Age
(Island, 2013)

  Όπως ίσως προσέξατε, έχουμε πλέον στο blog, αυτό το σηματάκι του fb. Κάπου πιο δεξιά από εδώ. Αν σε βολεύει για να παρακολουθείς το τι γράφουμε, πατάς και μπαίνεις στην παρέα. Και αφού μπήκαμε στα mainstream media, ας πούμε και για έναν δίσκο που τον αγαπάει το airplay. Για να γράφουμε και για κανένα δίσκο που έχουμε λιγότερα να πούμε και περισσότερα να ακούσουμε. Το μόνο παρόμοιο άκουσμα που είχα εγώ ήταν αυτό.
  Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα περιγράφεται αυτό που συμβαίνει στον δίσκο. Μάλλον πρόκειται γι' αυτούς τους δίσκους που δεν αλλάζουν και πολύ με τις ακροάσεις. Είναι μάλλον περισσότερο θέμα του αν θα σου κάνει το κλικ από την αρχή. Η αισθητική του δίσκου γίνεται εύκολα αντιληπτή από την αρχή. Και όταν λέω αισθητική, ας μην περιοριστούμε μόνο στην μουσική. Ο Woodkid aka Yoann Lemoine, είναι ένας ακόμα τους πολλούς καλλιτέχνες που αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν πραγματικά σύνορα ανάμεσα στην τέχνη (τέχνες). Είναι επίσης ένας ακόμα που ξεκίνησε από την εικόνα για να καταλήξει (;) στη μουσική. Με σπουδές και ενασχόληση πάνω στην γραφιστική -ένας τομέας που δεν χαμπαριάζει από κρίση, αναπτύσσεται γοργά και βλέπεις ολοένα και περισσότερα διαμάντια-, ανακάλυψε ότι είναι ωραίο να κάνεις και μουσική. Εντάξει η αλήθεια είναι ότι το 2012 ήταν υποψήφιος για 6 βραβεία MTV Music Video Awards για ονόματα όπως η Lana Del Rey, ο Drake, και η Rihanna. Τώρα αυτά δεν τα λέω για να δείξω πως δουλεύει η wikipedia, αλλά για να στηρίξω την άποψη ότι μουσική και εικόνα συνδέονται όσο ποτέ άλλοτε σήμερα. Επίσης για να πω ότι με τέτοια ονόματα που δουλεύει, η παραγωγή είναι αντίστοιχου επιπέδου. Παρόλα αυτά όμως, ο ήχος που φθάνει στα αυτιά μου, εξακολουθεί να έχει αυτήν την προσωπική αισθητική που πιστεύω ότι πηγάζει από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Η για να το θέσω κάπως διαφορετικά, δεν έχει αυτό το generic στοιχείο ή πως στο διάολο λέγεται, στη γλώσσα του product design, που κάνει ένα προϊόν να απευθύνεται στις μάζες. Αυτοί που φτιάχνουν προϊόντα λοιπόν, -κυρίως αφορά τα αναψυκτικά και τα ποτά αυτό- ξεκίνησαν με αυτή την λογική, να φτιάξουν την γεύση που θα αρέσει σε όλους. Σε κάποια φάση ανακάλυψαν την ασαφή λογική. -fuzzy logic, ακούγεται καλύτερα στα αγγλικά-, και συνειδητοποίησαν ότι είναι καλύτερο -πιο πολλά κέρδη- να φτιάξουν πιο πολλά ποτά, που να απευθύνονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες αγοραστών. Αυτό έγινε και στην μουσική όπως έγραψε ωραία ο worker εδώ και εδώ. Γιαυτό και εγώ δεν πολύ γουστάρω τα μουσικά tags, μου θυμίζουν προϊόντα και δεν έχω αυτήν την άποψη για την μουσική δημιουργία. Τα έλεγα και εδώ αυτά.. Μετά από όλα αυτά, δεν έχω πολλά να πω για τον δίσκο... Ο Woodkid είναί σίγουρα γνώστης αυτών, αφού παίζει μπάλα στις μεγάλες κατηγορίες. Δεν ξέρω αν είχε κατά νου του να με πετύχει ως target group, αλλά το αποτέλεσμα είναι ότι αυτή η αισθητική που περιβάλλει τη δουλειά του μου άρεσε... Οπότε δίνω απλώς τον βαθμό μου και ένα δείγμα της δουλειάς του, αφήνοντας την ανάλυση των συνθέσεων για κάποια άλλη στιγμή. Τα συμπεράσματα δικά σας.


_ 8,8

Those will burn: golden age, iron, I love you


Saturday, August 24, 2013

Ty Segall - Sleeper

Ty Segall
Sleeper
(Drag City, 2013)

   Πολυαγαπημένος μας καλλιτέχνης, και ιδιαίτερα παραγωγικός, (και μεις μαζί του) . Ο λόγος για τον Ty Segall. H δισκογραφία του οποίου εκτείνεται όχι μόνο σε μέγεθος, αλλά και σε εύρος ρεπερτορίου. Έτσι κάθε δίσκος έχει πάντα μια έκπληξη ως προς το ύφος και τον ήχο του. Ο συγκεκριμένος είναι κάτι παραπάνω από διαφορετικός από αυτό που θα περίμενε ένας ακροατής των προηγούμενων δίσκων του. Κινείται μάλλον πιο κοντά, σε αυτόν του συνοδοιπόρου του Mical Cronin. Σε λιγότερα φασαριόζικα μονοπάτια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι σαν το πρώτο στάδιο συγγραφής του Slaughterhouse . Η ανάπτυξη της σύνθεσης και της μελωδίας. (οι στίχοι και η θεματολογία είναι άλλη υπόθεση) Χωρίς να επεκτείνεται στο ντύσιμο αυτών με ένα σωρό ψυχεδελικά και garage στοιχεία, τους λόγους για τους οποίους δηλαδή τον αγαπήσαμε.
  Στο σημείο αυτό, χρειάζεται να δώσουμε λίγες πληροφορίες για το περιβάλλον συγγραφής του δίσκου, που επεξηγεί ουσιαστικά αυτήν την εσωστρέφεια. Αυτές αφορούν την προσωπική ζωή του καλλιτέχνη. Έτσι λοιπόν, απ' ό,τι διαβάζουμε παντού, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ty τσακώθηκε με την μητέρα του, σε φάση δεν μιλάνε. Κουτσομπολιό δεν πολύ γουστάρουμε, αλλά νομίζω ότι είναι ένας αρκετά σοβαρός λόγος για να στρέψει έναν καλλιτέχνη, αφενός στην δημιουργία, και αφετέρου σε μια πιο προσωπική έκφραση. Ένα άνοιγμα προς το κοινό του. Αυτό νομίζω γίνεται εδώ. Ο Ty μας αφήνει να δούμε περισσότερα για το αληθινό εγώ του, ξεχνώντας για λίγο τις θορυβώδεις περσόνες που έχει δημιουργήσει. Ξεχάστε λοιπόν pedals και noise. Με βάση μια ακουστική κιθάρα και την ερμηνεία του, μας ξεναγεί στις σκέψεις του. Και δεν είναι κακές' ούτε οι σκέψεις, ούτε οι μελωδίες. Οι δυνατές συνθέσεις εξακολουθούν να υπάρχουν, αρκετά πιο απλές και πρωτόλειες από τα συνηθισμένα. Παρόλα αυτά ο δίσκος δεν είναι σε καμία περίπτωση μονότονος και βαρετός. Χρησιμοποιεί και πάλι τα εργαλεία που έχει στην διάθεσή του με μαεστρία και πλήθος τεχνικών, καταφέρνοντας να μας δώσει αρκετά πληθωρικές συνθέσεις, και έναν συνεκτικό και ουσιαστικό δίσκο για ακόμη μία φορά. Το αποτέλεσμα φέρνει το ύφος του δίσκου πιο κοντά στους Beatles (ειδικά στο crazy) από τoυs Black Sabbath. Κάτι που δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητα κακό... Ίσως αν ήταν ο πρώτος του δίσκος, να τον εκθείαζα. Όταν έχεις δει όμως τι μπορεί να κάνει, και τι δυναμική κρύβεται πίσω από αυτές τις μελωδίες, ξενερώνεις... Δεν μπόρεσα να δώσω στα κομμάτια τον χρόνο που τους χρειάζεται... Στην τελική υπάρχουν ένα σωρό καλλιτέχνες που μπορούν να τραγουδήσουν με ακουστική κιθάρα πολύ καλύτερα. Ας πούμε ο φίλος του ο Mical είναι για αυτό το mood. Από τον Ty περιμένεις το κάτι παραπάνω. Τουλάχιστον σαν το δεύτερο μισό του Man Man που μπαίνει λίγο ηλεκτρική κιθάρα και σβήνει σε μια γλυκιά φασαρία...
   Εντάξει ίσως να φταίει που τον πρωτάκουσα την ίδια μέρα με τους Pop. 1280 και μου φάνηκε πολύ φτωχός... Ο Ty Segall είναι μεγάλος καλλιτέχνης, το έχουμε πει και θα το ξαναπούμε -ίσως σύντομα, βγάζει και άλλο (!) δίσκο με τους Fuzz-. Αυτός ο δίσκος αποτελεί ακόμα ένα σκαλοπάτι στην σπουδαία πορεία που διαγράφεται μπροστά του. Ίσως όταν θα γεμίζει γήπεδα στο μέλλον, να ξεκουράζει κοινό και μπάντα με καμιά μπαλάντα από αυτόν τον δίσκο...


_ 7

Those will burn: the man man, queen lullabye


Wednesday, August 21, 2013

Raffertie - Sleep of Reason

Raffertie
Sleep Of Reason
(Ninja Tune, 2013)

Νομίζω ότι είμαι πολύ ικανοποιημένος με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η σημερινή (pop) μουσική. Θέλω να πω, είναι πολύ καλύτερα απ' ό,τι ήταν πριν καμιά 20αριά χρόνια που άρχισα να ασχολούμαι, κάπου εκεί στα '90ς. Και γι' αυτό ευθύνεται κυρίως η ελεύθερη πρόσβαση στη μουσική, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Επίσης η δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα αυτών ήταν ότι άρχισαν να καταρρέουν τα σύνορα και οι ταμπέλες. Όχι μόνο μεταξύ συγγενών μουσικών ειδών, αλλά και μεταξύ των πιο άσχετων. Έτσι γεννήθηκαν χίλιοι και ένας μπασταρδεμένοι ήχοι που δεν ξέρεις πως να τους περιγράψεις. Ομορφιά. Και όσο περισσότερο μπασταρδεύονται τα πράγματα τόσο πιο όμορφα γίνονται. Ήταν αναμενόμενο όλο αυτό βέβαια. Από τη στιγμή που οι μεγάλες εταιρίες έχασαν το έλεγχο, διότι δεν έχουν πλέον την αποκλειστικότητα στην διακίνηση της μουσικής, μοιραία καταστρέφονται και τα κατασκευάσματά τους, οι μουσικές κατηγορίες που τόσο τους αρέσει να δημιουργούν ώστε να χωρίσουν τα μερίδιά τους, να καθορίζουν τα target groups τους και να μπορούν να στέλνουν τους καταναλωτές στα σωστά stand στα δισκάδικα (σε εκείνα τα μεγάλα που δεν υπάρχουν πια).
Ο Raffertie είναι μία τέτοια μπασταρδεμένη κατάσταση λοιπόν. Η μουσική του δεν αποτελείται από ένα ξεκάθαρο συστατικό. Οκ, η αλήθεια είναι ότι υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να την περιγράψει: ο James Blake. Αυτό που κάνει James Blake μου αρέσει πολύ. Απλά, δεν μου αρέσει ο ίδιος· το πως το κάνει δηλαδή. Ευτυχώς υπάρχουν πλέον πολλοί που προσπαθούν αντίστοιχα πειράματα με πολύ πιο ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ο Raffertie λοιπόν προέρχεται από ένα αμιγώς ηλεκτρονικό παρελθόν. Dj, παραγωγός κτλ. Μέχρι που 'ανακάλυψε' ότι μπορεί να τραγουδήσει. Και μαζί βρήκε τη soul, τα r'n'b, και ό,τι άλλο συναφές. Με αποτέλεσμα ένα σύνολο από ηλεκτρονικά ηχοτοπία, πάνω στα οποία κινούνται εύθραυστες φωνητικές μελωδίες. Το βασικό υπόβαθρο βέβαια παραμένει ηλεκτρονικό και είναι το δυνατό του στοιχείο. Πειραματικός, διακριτικός και ουσιαστικός. Και κάπου τα καταφέρνει καλύτερα, κάπου αλλού λιγότερο καλά. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κυρίως οι πιο αφηρημένες στιγμές του, όπως το Undertow, το Rain ή το Last Train Home. Στη δεύτερη μάλλον τα σημεία όπου προσπαθεί να προσεγγίσει πιο παραδοσιακές μορφές τραγουδιού, όπως για παράδειγμα το Trust - ντουέτο με τη Yadi - , ή τα δύο κομμάτια που κλείνουν το δίσκο (black rainbow, back of the line) όπου ο ήχος του ξαφνικά γεμίζει φέρνοντας στο μυαλό πιο post rock καταστάσεις (όσο δυνατό είναι αυτό σε κομμάτια που διαρκούν 2,5 λεπτά). Στο ενδιάμεσο βρίσκονται πιο 'ασφαλή' κομμάτια όπως το instrumental One Track Mind ή τα θα-μπορούσαν-γίνουν-χιτάκια Build me Up και Touching.
Με άλλα λόγια το Sleep of Reason δεν είναι αριστούργημα. Αλλά μέσα στην κατάσταση που περιέγραφα στην αρχή και αυτή η έννοια του αριστουργήματος, δίσκου σταθμού κτλ χάνει σιγά σιγά το νόημά της. Το Sleep of Reason είναι όμως ένας δίσκος προσωπικός, πειραματικός από τη μία, που ταυτόχρονα κοιτάει τι συμβαίνει γύρω του από την άλλη, και εν τέλει, όμορφος.

_
7.6

Those will burn: Undertow, Rain, Last Train Home


Pop. 1280 - Imps of Perversion

Pop. 1280
Imps of Perversion
(Sacred Bones, 2013)

   H ατμόσφαιρα υποδηλώνεται από το album cover. Όχι από τα τέρατα που αναδύονται, αλλά από τον φωτισμό. Η φάση είναι σε κάποιο underground αστικό σκηνικό. Κάπου έξω από ένα club που άκουσες ένα δυνατό live, τα αυτιά σου βουίζουν ακόμα, το στομάχι σου κουνιέται ακόμα στις συχνότητες που όρισαν οι καλά δουλεμένες μπασογραμμές, το μυαλό στροβιλίζεται όπως και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ενώ το αλκοόλ ρέει άφθονο μέσα και έξω από τον οργανισμό σου. Το εφιαλτικό σκηνικό του πρώτου δίσκου, μεταφέρεται και σε αυτήν την σκηνή, με ένα απροσδιόριστο άγχος να κατακλύζει τον πρωταγωνιστή. Τα ηλεκτρονικά και industrial στοιχεία, προσθέτουν στην κινηματογραφική πλοκή και σιγά σιγά, η αγωνία δίνει την θέση της στην εξερεύνηση του ψυχισμού του ανθρώπου στο πλάνο. Μάχη συναισθημάτων, και έρχεται η συνειδητοποίηση ότι η πλοκή αφορά την πάλη του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό και τις φοβίες του. Ο ίλιγγος συνεχίζεται, αλλά πλέον μαθαίνεις να προχωράς με αυτόν. Ο ρυθμός γίνεται πιο ελεγχόμενος, βρίσκεις τις ανάσες σου, και τιθασεύεις τα λογικά σου. Η εσωτερική πάλη των συναισθημάτων δίνει την θέση της στην βία και το μίσος που εκφράζεται προς τα έξω. Ο πρωταγωνιστής σε αυτή την σκηνή, σπάει και διαλύει αντιδρώντας στην ψυχική βία που βίωσε από τις καταστολές. Εθίζεται στην φασαρία και αρχίζει να γεύεται την ηδονή της βίας. Η υπερβατική συμπεριφορά, τον οδηγεί στην γνώση. Αναγνωρίζει το κενό περιεχομένου των κοινωνικά αποδεκτών συμπεριφορών. Έχει γνωρίσει πλέον τη δημιουργική πτυχή της καταστροφής. Το σώμα του επιστρέφει στο φυσιολογικό, και η εξωτερική του όψη αποπνέει μια ηρεμία και μια σιγουριά που του δίνει η εσωτερική του περιπλάνηση. Και ο δίσκος μπαίνει στο repeat...
   Και επειδή δεν τελειώνω κάποιο ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα του Burroughs ή κάποια οργουελική φαντασίωση, ας πούμε και δυο λόγια για τις συνθέσεις του δίσκου, αν και δεν είμαι και πολύ του χώρου. Industrial punk,- μπάσο, κιθάρα, ντραμς, ερμηνεία και κάτι ηλεκτρονικές πινελιές, μαζί με τα απαραίτητα samples. Από τις παραγωγές που μου αρέσουν, με το βάρος που πρέπει στο μπάσο, και τις κιθάρες να κινούνται σε μεγάλο φάσμα, από ελαφρύ συνοδευτικό έως κυρίως πιάτο. Μια ερμηνεία, που σε μεταφέρει σε όλα όσα περιγράψαμε νωρίτερα, θυμίζοντας από Jello Biafra και Ian Curtis ως τον Αγγελάκα. Ένα σύνολο που κυμαίνεται από μια γλυκιά παραφωνία ως την αλάνθαστη σύνθεση- πάντα όμως ζεστό και έντονο. Σε σύγκριση τώρα με τον εμβληματικό περσινό δίσκο, θα έλεγα ότι είναι κάπως πιο εύκολος ή μάλλον πιο ελαφρύς, χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι κακό. Προσωπικά μου επέτρεψε περισσότερες ακροάσεις, και τον συμπάθησα περισσότερο. Εμπειρία που αξίζει να ζήσουμε και από κοντά...

PS: αν το γύριζα ταινία πάντως, για το σκηνικό, εύκολα reeperbahn στο ΗΗ. 
PSII: αν τους μάθει ο Κοκκινόπουλος θα κάνει τον   Πολύ Κόκκινο Κύκλο

_
8.2

Those will burn: population control, do the anglerfish, riding shotguns


Monday, August 19, 2013

The Weeknd - Trilogy

The Weeknd
Trilogy
(XO, 2012)

Οκ, αυτό εδώ είναι αρκετά παλιό. Τα τρία mixtapes του Weeknd βγήκαν μέσα στο 2011. Για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν έγραψα ποτέ εδώ τίποτα (μοναδική εξαίρεση το comment σε αυτό εδώ το review) Το Trilogy ουσιαστικά μαζεύει τα τρία mixtapes (house of balloons, Thursday & Echoes of Silence) σε μία κανονική κυκλοφορία προσθέτοντας 3 κομμάτια (+ ένα απαλό remastering κατά το οποίο αφαιρέθηκαν και κάποια samples) και βγήκε κάπου προς το τέλος του '12. Είπα να γράψω τώρα παρ' όλα αυτά, πρώτον γιατί είναι δισκάρα, και δεύτερον γιατί από Σεπτέμβριο θα έχουμε τον καινούργιο δίσκο.
Θεωρητικά, είναι σχετικά εύκολο να περιγράψεις τον ήχο: Πολύ Portishead (και κυρίως το Third), κάτι από Tricky, η μουσική πρόταση του 808's and heartbreaks (παρεμπιπτόντως πρέπει κάποια στιγμή να επανορθώσω για αυτό το άθλιο review που είχα κάνει) και φυσικά πολύ r'n'b όσο αφορά τα φωνητικά. Απλά, όπως συμβαίνει συνήθως με τους καλούς δίσκους, το namedropping μάλλον τους αδικεί. Οι Weeknd έχουν ξεκάθαρα το δικό τους χαρακτήρα.
Ο οποίος χαρακτήρας μάλλον περιγράφεται καλύτερα από αυτή την κυκλοφορία που υπογραμμίζει ότι τα 3 mixtapes αποτελούν μέρος ενός ενιαίου συνόλου. Όχι μικρό project αν σκεφτείς ότι πρόκειται για περίπου 160 λεπτά μουσικής που κυκλοφόρησαν μέσα στην ίδια χρονιά. Ο κόσμος του Weeknd, αν και φαινομενικά μπορεί να δείχνει το αντίθετο, δεν είναι ούτε ιδιαίτερα εύκολος, ούτε ιδιαίτερα προσβάσιμος. Η φωνή του είναι τόσο πυκνή που στις πρώτες ακροάσεις μοιάζει να δημιουργεί ένα τείχος που δεν σε αφήνει να δεις παραπέρα. Όταν το ξεπεράσεις αυτό παρατηρείς αρχικά την υπέροχη μουσική που τη συνοδεύει (ο Illangelo που κάνει την παραγωγή στα περισσότερα κομμάτια αξίζει τουλάχιστον όσα credits και ο ίδιος ο Weeknd). Στην συνέχεια αρχίζεις και προσέχεις τους στίχους που έρχονται σε άμεση αντίθεση με τη μουσική και τη φωνητική ερμηνεία: Σχεδόν νιχιλιστικοί, καταφέρνουν να μεταφέρουν μία εγγενή αίσθηση απόγνωσης, μία έλλειψη νοήματος και το κενό που υπάρχει στη θέση του. Το σεξ και οι διαφόρων ειδών ουσίες (και κυρίως ο συνδυασμός τους) κυριαρχούν παντού και ζωγραφίζουν με τα πιο έντονα χρώματα ένα κόσμο θολό και παρηκμασμένο. Το αποτέλεσμα του συνδυασμού είναι ταυτόχρονα γοητευτικό και απωθητικό, ένα όνειρο που γίνεται εφιάλτης και αντίστροφα.
Ο πήχης τέθηκε από τον ίδιο τον Weeknd πολύ ψηλά. Οπότε επιφυλάσσομαι για τη συνέχεια. Αλλά ανεξάρτητα από το αν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει με τις επερχόμενες δουλειές του η τριλογία έχει ήδη νομίζω γίνει σημείο αναφοράς για τη μουσική των '10ς.

_
9.0

Those will burn: House of Balloons/Glass Table Girl, Wicked Games, Coming Down, Lonely Star, The Birds pt 1, Initiation, Same old Song, κτλ, κτλ, κτλ


Tuesday, August 13, 2013

A$AP Rocky - LongLiveA$AP

A$AP Rocky
LongLiveA$AP
(Polo Grounds / RCA, 2013)

  Έφτασε η ώρα να σκάσουν αυτοί οι hip-hop δίσκοι που κυκλοφόρησαν νωρίτερα στην χρονιά και με απασχόλησαν για καιρό. Μετά τον Jay Z, (πριν βασικά, κάπου τον φεβρουάριο) είχε σκάσει το ντεμπούτο άλμπουμ του Asap Rocky. Μέτα το περυσινό mixtape του, LiveLoveASAP (όντως και γαμώ τις εμπνεύσεις έχει) -και ένα σκασμό συνεργασίες, εμφανίσεις, φωτογραφίσεις και δεν ξέρω γω τι άλλο, τον έμαθε και ο κάθε πικραμένος που προσπαθεί να ακούσει τι βγαίνει από τα νέα ταλέντα στο hip-hop. Είχαμε αναφερθεί για την κολεκτίβα των Asap Mob στον δίσκο του Kendrick Lamar, και έφτασε η ώρα να μιλήσουμε για ένα δίσκο από το ηγετικό στέλεχος της ομάδας. Δεν θα κρύψω ότι η πρώτη μου εντύπωση για τον τυπά, και τα singles του, που έσκαγαν μέσα σε ένα hype για το νέο ταλέντο, του east coast, ήταν η χειρότερη δυνατή. Ένα mainstream δημιούργημα, παντελώς αδιάφορο και ατάλαντο. O τυπάς που στα είκοσι λίγα του μας παρουσιάζεται σαν ο gangster αρχηγός και ο βασιλιάς της σκηνής, κάπου δεν μου κάθεται καλά. Αυτή η αυτοπεποίθηση και η αλαζονεία του όμως, μου κίνησαν την περιέργεια. Στο κάτω κάτω έχει μια αξία να παρουσιάζεσαι έτσι σε ευρύ κοινό, ακόμα και αν είσαι στερείσαι περιεχομένου. Εντάξει τα μισά από όσα ακούγονται να έχει περάσει, έχει υλικό για να δώσει ένα ρεαλιστικό ύφος στα ραπς του. Αλλά στην τελική, ποιος ράππερ δεν ισχυρίζεται ότι έχει πουλήσει ναρκωτικά για να ζήσει. Να μην τα πολυλογώ φτάνουμε στον εν λόγω δίσκο. Και περιμένω καρτερικά, να ακούσω τι καπνό φουμάρει. Δεν αναφέρομαι μόνο στα ναρκωτικά που ανά τακτά διαστήματα μας αναφέρει, αλλά στο τι σκατά μουσική εκπροσωπεί. Κάπου εδώ λοιπόν, σκάει η πρώτη έκπληξη. Ένας δίσκος κάτι παραπάνω από πολυδιάστατος. Southern hip hop, northern soul με πολύ west coast niggah attitude. Που δεν πήγαμε, α ναι east coast, από Νέα Υόρκη (Harlem) είναι... Βάλτε και μια Santigold και τον Skrillex στο μπλέντερ και έτοιμος ο δίσκος.

   Παρόλο το εύρος των επιρροών, o δίσκος στο σύνολό του έχει αρκετά καλή παραγωγή και καταφέρνει να δημιουργήσει έναν προσωπικό ήχο. Ο Rocky δεν είναι από του πιο ταλαντούχους στιχουργούς, αρκετές φόρες μάλιστα δείχνει να επαναλαμβάνεται. Τον σώζει όμως το πολλά βαρύ στυλάκι, η καλή αίσθηση του ρυθμού και η ενέργεια που βγάζει στις εμφανίσεις του. Έχει δημιουργήσει μια περσόνα που φαίνεται να υποστηρίζει καλά μέχρι στιγμής. Επιστρέφοντας πάλι στο άλμπουμ, θα λέγαμε ότι όλη η θεματολογία του δίσκου, συνοψίζεται στο P.M.W. ( pussy money weed). (fuck the concious (c)rap) και η αλήθεια είναι ότι δεν παίζουν λυρικά άσματα εδώ. Με μια εξαίρεση ίσως το απίστευτο One Train που έχει όλα τα εχέγγυα για να γίνει κλασσικό κομμάτι. Συγκεντρώνει ένα σωρό από τη νέα γενιά και τα νέα ταλέντα του hip-hop (Kendrick Lamar, Joe Badass, Action Bronson, Danny Brown etc), έχει ένα κολλητικό beat και καλύπτει και τον πιο απαιτητικό ακροατή με τα τόσα διαφορετικά στυλ που περιέχει. Το κομμάτι ουσιαστικά έσωσε τον δίσκο στις πρώτες ακροάσεις. Προσωπικά μου βγάζει κάτι από Ψυχόδραμα, αλλά ακόμα να προσδιορίσω την αναφορά.

Δύο κομμάτια ακόμα τράβηξαν την προσοχή μου για διαφορετικούς λόγους. Το πρώτο είναι το Wild for the Night, υπό τους ήχους του Skrillex. Πραγματικά δεν ξέρω τι έχει πάθει ο κόσμος, αλλά εγώ αυτόν τον τύπο δεν μπορώ να τον ακούσω. Και δεν είμαι και γέρος ρε γαμώ, αλλά μου φαίνεται ότι είναι μουσική για πιτσιρίκια. Παρόλα αυτά, το συγκεκριμένο τραγούδι με τις ακροάσεις που πέρασαν έγινε ιδιαίτερα αγαπητό, καθώς ο Rocky το έχει κάνει δικό του τελείως. Το επόμενο αφορά το κομμάτι Fashion Killer. Κάτι χρόνια πριν, μόνο και μόνο ο τίτλος θα αρκούσε για να γίνει περίγελος στον χώρο. Όχι σήμερα όμως. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει, Με οδηγούς τους Jay Z και Kanye West, οι ράππερς έχουν πλέον δικές τους σειρές ρούχων και κάθονται πρώτη γραμμή στις επιδείξεις μόδας. Ο Asap Rocky ενσαρκώνει αυτά τα νέα ιδανικά. Κάτι μου λέει ότι οι αναλυτές στο μέλλον θα αναφέρονται σε αυτό το τραγούδι, ερμηνεύοντας την αστική κουλτούρα του σήμερα ενώ οι νοσταλγοί του oldschool θα ψάχνουν τι πήγε στραβά. Η αλήθεια είναι ότι το hip – hop έχει αλλάξει αρκετά. Από διωκόμενη υποκουλτούρα σε ηγεμονεύων ρεύμα και σήμερα έχει παγιωθεί πλέον ως mainstream. Δύσκολα βρίσκει κανείς τα τέσσερα στοιχεία. Σήμερα είναι κάπως έτσι. Υπάρχει όμως ένα κοινό στοιχείο, η ανάπτυξη αυτών των ομάδων που σαν άλλοι Wu Tang θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο, είτε το δηλώνουν είτε όχι. Προς το παρόν ξεχωρίζουμε A$AP Mob, Topdawg (πρώην Black Hippy) και οι ODD FUTURE. Έχει ενδιαφέρον να δούμε τον αντίποδα σε αυτά, όπως το underground super group Ηieroglyphics που έβγαλε μάλιστα και καινούργιο δίσκο. Αλλά όλα στην ώρα τους. Προς το παρόν, σε αυτό εδώ το κωλόπαιδο, θα δώσω ένα 8 γιατί είναι καλός δίσκος και γιατί δεν τον βλέπω να έχει πολλά ψωμιά. Αν έλειπαν τα Hell, Pain και LVL θα πήγαινε και παραπάνω.

_
8

Those will burn: Long Live A$AP, One Train, Suddenly


Friday, August 9, 2013

Τριπλό Post Rock (part 3.)

Sigur Rós
Kveikur
(XL, 2013)

   Πήγε κάπως αργά σήμερα, για να γράψω το ποστ, το τρίτο μέρος από το τριπλό ποστ ροκ που ξεκίνησα δύο μέρες πριν. Δεν είχα και πολλά σημειωμένα, οπότε είπα να το αφήσω για αύριο. Αλλά, έβαλα να ακούσω πάλι τον δίσκο... 'ε δεν άντεξα, έπρεπε να το γράψω... Τι δισκάρα είναι αυτή γαμώ; Έτσι απλά και αντικειμενικά. Ότι θα έγραφα review για τους Sigur Ros δεν θα το περίμενα με τίποτα λίγους μήνες πριν. Για μένα οι Sigur Ros ήταν μια θολή ανάμνηση. Ένα ακαταλαβίστικο συνονθύλευμα που μου έφερνε στο μυαλό κάτι σε φάση Fever Ray και the Knife, σε μικρότερη μάλιστα καλλιτεχνική αξία. Αδαής και βέβηλος μέχρι το κόκκαλο το ομολογώ. Αλλά δεν έτυχε να ασχοληθώ ποτέ στα σοβαρά μαζί τους. Και εκεί που όλα κυλούσαν όμορφα, και άκουγα τα ραπς μου, σκοντάφτω πάνω σε αυτόν τον δίσκο. Καθαρά επειδή τον πέτυχα κάτω από το tag post rock, και μου φάνηκε περίεργο, σύμφωνα με την βλακώδη εικόνα που είχα στο μυαλό μου για αυτούς. Και τότε έσκισα τα πτυχία μου... Ρε φίλε αναγνώστη, τι ΜΟΥΣΙΚΑΡΑ γράφουν οι τύποι; Περιττό να πω ότι έχω αρχίσει την δουλειά πάνω στην δισκογραφία τους. Περιττό να πω ότι το άκουσα μαζί με άλλους δύο πολύ καλούς δίσκους (part 1 και part 2) και στεκόταν πολύ πιο πάνω σε κάθε ακρόαση. Θα προσπαθήσω όμως να περιγράψω τον καινούργιο τους δίσκο με μια πρωτόλεια ανάγνωση της μουσικής τους. Κάτι που συνήθως σημαίνει γενικότητες, αφορισμούς και μονοδιάστατη ανάγνωση, αλλά μια στο τόσο είναι όμορφο να γίνεται και αυτό. Είναι κάπως (αυτό) ψυχαναλυτικό για τον γράφοντα.

   Ξεκινώντας λοιπόν με τους αφορισμούς, θα πω ότι ανέκαθεν πίστευα ότι οι καλύτερες δουλειές είναι οι μπάσταρδες. Όχι αυτές που δεν έχουνε πατέρα, αλλά αυτές που χωρούν μέσα τους ένα σωρό επιρροές και δεν φοβούνται να περάσουν τα στεγανά μέσα στα οποία έχουν καθιερωθεί οι δημιουργοί τους. -οι δημιουργοί των στεγανών, όχι των δημιουργιών- Βγάζει νόημα αυτό; Klein. Θα το ζορίσω κι άλλο λοιπόν. Οι προσμίξεις είναι καλύτερες από την καθαρότητα και οι ασωτίες από τα μανιφέστα. Στην προκειμένη περίπτωση, για να τα κάνω ακόμα χειρότερα, το μπαστάρδεμα αναφέρεται μάλλον περισσότερο στον ακροατή και λιγότερο στους δημιουργούς, αφού όπως είπα ούτε τη δισκογραφία των Sigur Ros ξέρω καλά, ούτε και το τι παίζει με τα στεγανά στο είδος.

   Νομίζω ότι μετά από αυτά, εγκατέλειψε και ο τελευταίος λογικός αναγνώστης, έτσι μπορώ να μοιραστώ άφοβα με σας τους εναπομείναντες και την ερμηνεία μου για τον δίσκο. Εκεί στην Ισλανδία παίρνουν πολλά, πολλαααά ναρκωτικά. Παραισθησιογόνα κατεξοχήν. Κάνει κρύο. Έχουν μια παράδοση στην μυθοπλασία και τους θρύλους, καθώς και πολύ καλή σχέση με την άρπα. Σε κάποια φάση έβαλαν και ίντερνετ και άκουσαν και μουσικές από αλλού. Έ, κάπου εκεί χάθηκε το τόπι. Ώπα ξέχασα να πω ότι μιλούν και ισλανδικά. Αυτά άμα τα βάλεις σε ένα melting pot, σε μια χύτρα του δρουίδη για να μείνω στο πνεύμα, έχεις τους Sigur Ros. Ξέρω το γάμησα τελείως, αλλά τι να γράψεις μωρέ για αυτόν τον δίσκο. Είπα ότι είναι γαμάτος ποστ ροκ και μπάσταρδος. Λέω επίσης ότι είναι ονειρικός, ατμοσφαιρικός, εσωστρεφής, συναρπαστικός, με γαμάτες κιθάρες, με γαμάτα ισλανδικά φωνητικά, με γαμάτα πιάνα, με γαμάτα ντραμς, δυνατός, μελαγχολικός, ρυθμικός, πιο συναυλιακός απ' ό,τι θα περίμενε κανείς and the list goes on... Μη λέω άλλα, ακούστε τον και εσείς και πείτε καμιά γνώμη... Το μόνο που θα προσθέσω ακόμα, είναι η υπέρβαση του post rock για εμένα. Συζητούσα προχθές και ήμουν της άποψης ότι ενώ το post rock είναι υπέροχη μουσική, ήχος και συναισθήματα, δεν μπορώ να ακούσω πολύ. Μετά από κάποια φάση το βαριέμαι. Ή θα το αλλάξεις ή θα αρχίσεις τα αντικαταθλιπτικά. Λεφτά για αντικαταθλιπτικά δεν έχουμε, οπότε εγώ το αλλάζω. Αυτός ο δίσκος όμως, μου βγάζει μια όμορφη διάθεση, μια εσωτερική γαλήνη και σίγουρα δεν τον βαριέμαι. Φλωριές τελείως, αλλά τι να κάνεις τέχνη είναι αυτή...

   Δεν είπα όσα ήθελα, οπότε ίσως επιστρέψω σε κάποια φάση... Προς το παρόν το κλείσιμο για το τριπλό. Ένα συνολικό σχόλιο για τους δίσκους. Είναι φανερή μια κοινή προσέγγιση της δομής του δίσκου. Ειδικά στους DH και τους Palms. Μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις, αυτοτελείς θα έλεγε κανείς, αλλά ταυτόχρονα δεμένες σαν σύνολο. -ύφος, τεχνοτροπία, κτλ- Ο δίσκος των Sigur Ros από την άλλη, φαίνεται να ξεφεύγει από αυτό το μοτίβο, προσεγγίζοντας μια πιο αυστηρή δομή. -3,5– 7 ,5 λεπτά- κάτι που λειτουργεί νομίζω ευεργετικά για τον δίσκο, προσφέροντας περισσότερες αποχρώσεις και εικόνες. Είναι επίσης προφανές ότι δεν πρόκειται να ασχοληθώ με την θεματολογία και του στίχους των δίσκων. Όσοι πιστοί θα το αναζητήσουν μόνοι τους, εγώ δεν θυμάμαι ούτε λέξη. Άλλωστε δεν είναι κομμάτια που περιμένεις να τα τραγουδήσεις ή έστω να τα σιγοψιθυρίσεις παρέα με τον ερμηνευτή σε κανένα live που θα πας για να τους δεις. Καλά για τους Sigur Ros, το παίρνω πίσω γιατί κοντεύω να μάθω ισλανδικά...

_
9

Those will burn: Kveikur, Brennisteinn, Isjaki


Wednesday, August 7, 2013

Τριπλό Post Rock (part 2.)

Deafheaven
Sunbather
(Deathwish, 2013)

   Έχω ένα θέμα με τα φωνητικά στους δίσκους. Μετά το Slaughterhouse του Ty Segall όμως, νιώθω κάπως πιο διαλλακτικός απέναντι στα πρώτα ακούσματα, μέχρι να φτάσω στις συνθέσεις του δίσκου. Αυτό με κράτησε και εδώ, στον δίσκο των Deafheaven. Η αλήθεια είναι ότι τέτοιου είδους φωνητικά τα απεύφευγα ανέκαθεν, ακόμα και όταν άκουγα Sentenced και Nevermore. Στην περίπτωση των DH όμως, εύκολα φτάνει κανείς στις συνθέσεις, οι οποίες είναι ομολογουμένως πολύ δυνατές. Μάλιστα από ό,τι είδα αργότερα, θεωρείται ένας από τους καλύτερους φετινούς δίσκους και όχι μόνο στο είδος του. Η αλήθεια είναι ότι τον δίσκο (εξώφυλλο) τον είχα συναντήσει σε δίαφορα site, αλλά δεν έδωσα προσοχή λόγω του ροζ εξώφυλλου.-και γραφιστικά, αυτά τα σβησμένα γράμματα είναι πολύ του συρμού τελευταία- Βέβαια λόγω αυτού, το εντόπισα και άκουσα στη συνέχεια... part 1.Όπως και να έχει, οι τύποι παίζουν κάτι ανάμεσα σε post rock και post metal. Post rock μελωδίες με “black” φωνητικά. Αυτό το μίγμα μας δίνει τον ιδιαίτερο δίσκο των Deafheaven. Το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον.

   Ας μιλήσουμε όμως λίγο και για την ουσία του δίσκου... Εκεί στα μισά του please remember, κάθε φορά τσεκάρω το laptop, μην τυχόν κλείσει από θερμοκρασία. Σκέτος θόρυβος, ακριβώς σαν το ανεμιστηράκι του υπολογιστή. Στα καπάκια, ο θόρυβος σβήνει και δίνει τη θέση του σε κάτι ακουστικές κιθάρες που σταδιακά εξελίσσονται σε ένα διονυσιακό όργιο. Είναι νομίζω αυτές οι αντιθέσεις που κάνουν αυτόν τον δίσκο τόσο σημαντικό. Έχει αυτές τις εκπλήξεις και τις ανατροπές που συχνά βρίσκω να μου λείπουν από το post rock, και σε αναγκάζει να του δώσεις την πρέπουσα προσοχή. Δεν είναι μουσική που παίζει σε δεύτερο πλάνο, εδώ έχει πρωταγωνιστικό ρόλο... Κάθε σύνθεση δεν είναι απλώς μια εξελισσόμενη αφήγηση, ή μια κλιμακούμενη σύνθεση. Έχει μέσα της πολλά διάσπαρτα και διαφορετικά στοιχεία που ενώνονται κάτω από τα εφέ των pedals. Το γεγονός αυτό, επιτρέπει ακόμα και σε δεκαπεντάλεπτες συνθέσεις όπως το Vertigo, να μην πλήτουν τον ακροατή. Βέβαια υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος... Τόσο μεγάλα κομμάτια (σε διάρκεια), και με τέτοιες διακυμάνσεις, φανερώνουν μια χαλαρή δομή δίσκου. Όταν το συγκρότημα χρειάζεται τόσο πολύ χρόνο για να πει κάτι, ίσως δεν έχει βρει τον ήχο του. -Αυτό πηγαίνει σε αυτό το συγκρότημα, μόλις ο δεύτερός τους δίσκος΄ αφού για τις εικοσάλεπτες συνθέσεις των GYBE δεν παραπονέθηκα ποτέ-. Υπάρχει στον δίσκο πάντως η προσπάθεια να οργανωθεί κάπως αυτό, εναλλάσσοντας τα μικρά με τα μεγάλα κομμάτια. Μετά από κάποιες ακροάσεις, όταν φτάνεις στο Dream House οι κραυγές του George Clarke σου μοιάζουν τόσο φυσιολογικές και γνώριμες που νομίζεις ότι θα μπορούσες να του άνοιγες κουβέντα... Τι να πω, ίσως τελικά αυτά τα φωνητικά να είναι η (μία) απάντηση σε αυτό το είδος μουσικής....Δεν μπορώ να μιλήσω για δισκάρα, αφού δεν έχει φτάσει ακόμα στον απαραίτητο αριθμό ακροάσεων -ίσως να περιμένω ένα φουριόζικο σπρώξιμο από τον bo(m)bbieR για να το αποθεώσω σαν δισκάρα-. Προς το παρόν μένει στους πολύ καλούς και δουλεμένους δίσκους, και σίγουρα αξίζει τον χρόνο σας.

_
8.5

Those will burn: Please Remember, The pecan tree, Dream House


Tuesday, August 6, 2013

Τριπλό Post Rock (part.1)

Palms
Palms
(Ipecac, 2013)

     Τριπλό “post rock” review έχει το μενού σήμερα. Ας εξηγήσω όμως λίγο πως προέκυψε αυτό, για να δικαιολογηθώ και για τυχόν ασέβεια στην ομαδοποίηση. Το έχω πει και αλλού, περνάω φάση ραπ. Που σημαίνει ότι έχω ακούσει πάρα πολλούς φετινούς δίσκους -τους οποίους σε κάποια φάση πρέπει να βάλλω σε μια τάξη-, αλλά και ό,τι πιο παλιό ψάχνω ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, λες και βάλθηκα να μάθω όλη την ιστορία του hip-hop. Τώρα θα πει κανείς, χειρότερη εισαγωγή για ποστ ροκ δεν μπορείς να κάνεις, αλλά σόρρυ έτσι έχουν τα πράγματα. Η γενικότερη φάση που διανύω περιλαμβάνει πολύ ελεύθερο χρόνο, που σημαίνει πολύ μουσική. Αλλά το πολύ το hip-hop το βαριέται και ο Jay Z, οπότε σε ένα από αυτά τα διαλείμματα που κάνω για να στρώσει ο οργανισμός από τα πολλά μπιτ και ρίμες, πήγα στο γνωστό μουσικό παράδεισο και έψαξα κάτω από την ταμπέλα του ποστ ροκ. Από εκεί τσίμπησα 3 δίσκους για διαφορετικούς λόγους. Ένας δίσκος ήταν από ένα γνωστό όνομα που δεν είχα δώσει σημασία στο παρελθόν. Ένα άλλο εξώφυλλο μου φάνηκε γνώριμο από πολλά site δισκοκριτικής, αλλά ποτέ δεν του είχα δώσει σημασία λόγω χρώματος. Και ο τρίτος είχε απλά ωραία φωτογραφία για εξώφυλλο. Και κάπως έτσι έφτασα εδώ... Λόγω έκτασης, αλλά και για να δημιουργήσουμε μια post rock κλιμάκωση, θα σπάσω το ποστ σε 3 μέρη. Ένα για κάθε δίσκο.

    Θα ξεκινήσω από τον τρίτο. Palms. Ντεμπούτο άλμπουμ. Δεν θα πω πολλά για πράγματα που δεν ήξερα, μόνο ότι πρόκειται για τον Chino Moreno των Deftones μαζί με 3 μέλη από τους Isis. Ο δίσκος αποδείχτηκε ο πιο κοντινός από τους τρεις σε αυτό που περίμενα να ακούσω. Ακόμα και τώρα όμως, που γράφω για αυτόν δεν έχει κατασταλάξει η άποψή μου για αυτόν. Οι σημειώσεις μου είναι κάπως μπερδεμένες. Ας μπω λοιπόν κατευθείαν στην ασέβεια. Η πρώτη εντύπωση που μου έδωσε, αφορά την ερμηνεία του Moreno. Έχω σημειώσει λοιπόν εδώ “μείγμα από Glasvegas και Tool.” Ιεροσυλίες το ξέρω. Ας εξηγηθώ. Αφορά το εύρος της ερμηνείας. Συγκεκριμένα από μια σαχαροκαλαμωτή Glasvegas ερμηνεία που μας μεταφέρει μια νωχελικότητα και μια εσωστρέφεια, φθάνει σε μια πιο δυναμική ερμηνεία μαχόμενος με την μουσική υπόκρουση. Στα θετικά I guess. - Τα καλύτερα σημεία του δίσκου είναι εκεί όπου δεν διακρίνεις τις λέξεις που προφέρει ο τραγουδιστής και η ερμηνεία γίνεται ένα με την μουσική.- Εντάξει στο shortwave radio, θα την πω την αμαρτία μου, υπάρχουν στιγμές που φαίνεται κάπως παράφωνος. Ναι οκ είναι το ύφος που θέλει να δώσει, αλλά του φεύγουν κάτι νότες. Ο δίσκος είναι γενικά προσεγμένος, και εναλλάσσονται μικρές και μεγάλες συνθέσεις (σε διάρκεια). Εκεί που νομίζω ότι μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα αυτά που έχουμε να μας πουν, είναι στο Mission Sunset, που αποτελεί και την πιο ολοκληρωμένη σύνθεση. Στα δέκα λεπτά που διαρκεί, αφήνουν την μουσική τους να αναπτυχθεί όπως πρέπει. Υπάρχει η κλασσική κλιμάκωση, που όμως δεν γίνεται βιαστικά, καθώς αφήνουν το χρόνο που πρέπει σε κάθε τονικότητα και συναίσθημα. Καλό και ουσιαστικό ποστ ροκ εδώ.

_
7.0

Those will burn: Patagonia, Mission Sunset, Antartic Handshake


Friday, August 2, 2013

Vista Chino - Peace

Vista Chino
Peace
(Napalm Records, 2013)

Δες πως τα φέρνει η τύχη καμία φορά: έπρεπε ο bo(m)bbieR να καθυστερήσει μερικούς μήνες να γράψει το review για τους QOTSA· μέσα στο review μία φαινομενικά άσχετη αναφορά στο Load των Metallica να με κάνει να ακούσω το δίσκο και μετά να ψάξω να βρω γιατί δεν μου αρέσει· έτσι να θυμηθώ τους Kyuss και να μπω στο Wikipedia να δω τι γράφει για αυτούς· εκεί να συνειδητοποιήσω τη μετενσάρκωσή τους σε Vista Chino· οι οποίοι κυκλοφορούν καινούργιο δίσκο στα τέλη Αυγούστου / αρχές Σεπτεμβρίου· ο οποίος δίσκος διέρρευσε ακριβώς την μέρα που το έψαχνα, ενάμισι σχεδόν μήνα πριν την ορισμένη κυκλοφορία του. Κάπως έτσι βρίσκομαι να γράφω τώρα για αυτόν το δίσκο, το ιδανικό υποκείμενο για το 'πείραμα' που ξεκίνησα, ανεπιτυχώς, με τους Trouble.
Vista Chino λοιπόν. Με άλλα λόγια τα 3/4 των αυθεντικών Kyuss: Brant Bjork, Nick Oliveri και John Garcia (fuck yeah!) + τον Bruno Fevery στις κιθάρες. Οι οποίοι ξεκίνησαν σαν Kyuss Live! αλλά ο κύριος Homme τους έκανε μήνυση (γιατί άραγε?) και τους ανάγκασε να μην χρησιμοποιήσουν το όνομα Kyuss για καινούργιες ηχογραφήσεις. Ευτυχώς μάλλον. Οι Kyuss ήταν αυτό που ήταν, έδωσαν αυτό που είχαν να δώσουν. Το θέμα είναι το τι κάνουν όλοι αυτοί οι κύριοι σήμερα. Το τι κάνει ο Homme είναι γνωστό. Οι Vista Chino όμως?
Το Peace ξεκινάει με μία μικρή εισαγωγή, το Good Morning Wasteland που μέσα στο ένα λεπτό που διαρκεί καταφέρνει να δημιουργήσει αμέσως στο μυαλό την εικόνα μίας ερήμου, με τον ήλιο να καίει και σκόνη παντού. Αυτό μόνο καλό σημάδι μπορεί να είναι λέω στον εαυτό μου, και να που σκάει το riff του Dargona Dragona. Τόσο βαρύ όσο θα το περίμενες. Το rhythm section στιβαρό και ουσιώδες και η φωνή του Garcia σαν το νερό που ψάχνεις απεγνωσμένα. Και κάπου εκεί στην μέση να και ένα απίστευτο σόλο. Σαν σύνολο το κομμάτι είναι ιδιαίτερα πυκνό και λίγο δύσκολο στην αρχή. Αλλά καταφέρνει να ρίξει τις όποιες αντιστάσεις. Και μπαίνει το Sweet Remain. Πιο γλυκό όπως λέει και το όνομά του, αλλά εξίσου heavy. Και στο τελευταίο ένα λεπτό του γίνεται τόσο μα τόσο Sabbath-ικό που σε κάνει και λυγίζεις. Το As You Wish που έρχεται στη συνέχεια μοιάζει να είναι πιο χαλαρό. Ίσως ένα τσακ λίγο πιο κάτω από τα προηγούμενα, αλλά και πάλι, υπέροχο riff, ομιχλώδης ατμόσφαιρα και grooves να ξεπηδάνε μπροστά σου.
Ως αυτό το σημείο έχεις αρχίσει να πιστεύεις ότι ο δίσκος είναι πράγματι πολύ καλός. Εγώ δε έχω πάρει την απάντηση για το πείραμά μου: μια χαρά τα πάω με τις κιθάρες, απλά δεν γουστάρω τους QOTSA. Και εκεί που ετοιμάζεσαι να απολαύσεις όμορφα και ωραία τον υπόλοιπο δίσκο, σκάει το Planets 1 & 2: Μερικά δευτερόλεπτα εισαγωγής και να σου ένα riff που σε σπρώχνει με τη βία και σε πετάει από την καρέκλα σου. Αν είσαι στο δρόμο και το ακούς με ακουστικά πολύ πιθανό να κινδυνεύεις πραγματικά. Το πρώτο μέρος του είναι ό,τι πιο κοντινό στους Kyuss περιέχει ο δίσκος. Το riff είναι ουσιαστικά μία παραλλαγή του Green Machine στο οποίο παραπέμπει άμεσα και συνειδητά. Το δεύτερο μέρος ρίχνει τους ρυθμούς, θολώνει την ατμόσφαιρα και σε αφήνει να αιωρείσαι μέσα στη σκόνη που σήκωσε το πρώτο. Μέχρι να συνειδητοποιήσεις τι έχει συμβεί περνάνε τα 6 του λεπτά και να σου το Adara. Το μυαλό σου δεν μπορεί να το χωρέσει πλέον. Είπαμε να περιμένεις καλό δίσκο αλλά αυτό παρά πάει. Τόσο απλό και ξεγυμνωμένο που πολύ απλά δεν μπορεί να περιγραφεί. Και αυτές οι κιθάρες, πόσο απίστευτες μπορεί να είναι? Για καλό και για κακό τα παιδιά βάλανε μετά από αυτά τα δύο το ιντερλούδιο Mas Vino για να μπορέσεις να πιάσεις την ανάσα σου. Οκ, βρισκόμαστε στην έρημο ακόμα, μία μυστηριώδη ατμόσφαιρά, έχει βραδιάσει πλέον, και να σου το Dark and Lonely, και άλλα riffs, κι άλλη σκόνη. Και αυτό πυκνό και δύσκολο στην αρχή, αλλά πλέον με όσο έχουν προηγηθεί δεν έχεις κανένα πρόβλημα. Barcelonian στη συνέχεια και ξανά πιο χαλαρή κατάσταση και μία ακόμα κομματάρα. Το ξέρω ότι κανονικά θα έπρεπε να έχω σταματήσει να περιγράφω κομμάτι κομμάτι, αλλά θέλω ρε γαμώτο να φράσω στο 13λεπτο Acidize? The Gambling Moose που κλείνει τον δίσκο και που είτε το πιστεύεις ή όχι, καταφέρνει να συμπυκνώσει μέσα του όλα τα παραπάνω. Θα μπορούσαν να είχαν μόνο αυτό στο δίσκο.
Το πιο έξυπνο πράγμα που έκαναν οι Vista Chino σε αυτό τον δίσκο ήταν ότι δεν προσπάθησαν να προσομοιώσουν ένα καινούργιο δίσκο των Kyuss. O Fevery έχει ξεκάθαρα δικό του ήχο στις κιθάρες και δεν προσπαθεί σε κανένα σημείο να αντιγράψει ή να αναπληρώσει τον Homme. Δεν χρειάζεται εξάλλου. Τα καταφέρνει μία χαρά. Οι συνθέσεις είναι σαφώς πιο ώριμες και προσεγμένες, η παραγωγή αρκετά πιο καθαρή χωρίς όμως να αφαιρεί τη θολούρα και τη σκόνη. Από την άλλη βέβαια, είναι αδύνατο να μην σου φέρουν στο μυαλό τους Kyuss. Οι ίδιοι άνθρωποι είναι· και μόνο η φωνή θα έφτανε εξάλλου. Οι ίδιοι άνθρωποι 20 χρόνια μετά που καταφέρνουν να κάνουν έναν υπέροχο δίσκο, που αν αφαιρέσουμε τις αναμνήσεις (μας) δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από εκείνους τους παλιούς. Ο Homme κάπου θα μασάει τις χορδές του από το κακό του...

_
9.0

Those will burn: Planets 1 & 2, Adara, Acidize? The Gambling Moose


Thursday, August 1, 2013

Trouble - The Distortion Field

Trouble
The Distortion Field
(FRW Records, 2013)

Η αλήθεια είναι ότι το review του bo(m)bbieR για τους Queens of the Stone Age με προβλημάτισε. Όσο και αν προσπάθησα, το μόνο που μπόρεσε να μου προξενήσει ο δίσκος ήταν βαρεμάρα και χασμουρητό. Όχι ότι μου άρεσαν ποτέ σαν μπάντα. Στην εφηβεία μου είχα κολλήσει με τους Kyuss (μεταξύ άλλων ασήκωτων τύπων), οπότε οι QOTSA μου φάνηκαν υπερβολικά φλώροι. Όταν δε βγήκε το Songs for the Deaf με κομμάτια σαν το No One Knows έχασα κάθε ιδέα για τον κύριο Homme: αποφάσισε ότι μάλλον δεν θέλει να πεθάνει στην ψάθα και απάλλαξε την μουσική από μερικούς τόνους, της έδωσε μία και καλά alternative χροιά, και ταυτόχρονα απαλλάχτηκε και από τους υπόλοιπους Kyuss ώστε να μην χρειάζεται να μοιράζεται τα χρήματα. Οπότε και το review του bo(m)bbieR μπορεί να με άφηνε αδιάφορο αν δεν γινόταν σε ανύποπτο χρόνο αυτή η αναφορά στο Load των Metallica (δισκάρα). Και έτσι πίεσα τον εαυτό μου και έκατσα και τον άκουσα το δίσκο. Φευ. Αλλά άρχισα να σκέφτομαι, για να λένε και ο bo(m)bbieR και ο music.stalker ότι είναι δισκάρα (όχι απλά, δίσκος της χρονιάς λέει!) μήπως δεν είναι μόνο ο Homme που άλλαξε, αλλά και εγώ πλέον δεν μπορώ να ανεκτώ κιθάρες, σόλο κτλ (η αλήθεια είναι ότι έχω να ασχοληθώ με κάτι αντίστοιχο πολυυυύ καιρό)? Αποφάσισα λοιπόν να το διερευνήσω. Και ως εκ’ θαύματος βρήκα δύο καινούργιους δίσκους που είναι ιδανικοί για αυτή τη δουλειά. Ο πρώτος είναι αυτός εδώ (ο δεύτερος είναι surprise… εκεί θα γίνει η τελική κρίση):
Οι Trouble είναι μία μπάντα στην οποία ακόμα και οι Kyuss πρέπει να βαράνε προσοχές, πόσο μάλλον οι QOTSA. Για τα Psalm 9 και Skull ό,τι και να γράψεις θα είναι λίγο. Για να είμαι ειλικρινής, πριν ακούσω τον καινούργιο δίσκο τους κάθισα και άκουσα το δεύτερο, αλλά και το Plastic Green Head που το είχα λιώσει όταν βγήκε. Ως εδώ καλά. Δεν διαπίστωσα κάποια ενόχληση από τις βαριές κιθάρες· αλλά αυτά δεν μετράνε για το πείραμα: μουσική που πατάει στην μνήμη σου δεν μπορείς να την κρίνεις έτσι όπως βλέπεις καινούργιες μουσικές. (άσχετο: ο πόνος λέει, είναι μνήμη. Για σκεφτείτε το…).
Ξεκινάω λοιπόν με την ακρόαση του The Distortion Field. Και κατευθείαν η πρώτη απογοήτευση: Άλλαξαν τραγουδιστή! Ποιος είναι αυτό ο τύπος που ουρλιάζει? Τυπική 80ς μέταλ φωνή χωρίς κανένα χαρακτήρα... Ας είναι... Το When the Sky Comes Down που ανοίγει τον δίσκο ξεκινάει αργόσυρτα και βαριά, αλλά σύντομα μπαίνει σε πιο γρήγορα μονοπάτια. Και στη συνέχεια αποδεικνύεται ότι είναι το μοναδικό που παραπέμπει λίγο στους παλιούς Trouble. Από εκεί και πέρα ο ήχος είναι περισσότερο 'NOLA' παρά doom, stoner ή όπως αλλιώς θέλετε. Κοφτές κιθάρες, αντί για τις κλασσικές ατελείωτες αργόσυρτες που περίμενα. Και αυτό το άθλιο μπαλαντοειδές Have I Told You πως βρέθηκε εδώ μέσα? Και που είναι όλη εκείνη η ψυχεδέλεια που τους έκανε να ξεχωρίζουν? Οκ, υπάρχουν και καλά στοιχεία. Μπόλικα δυνατά και ασήκωτα riffs από εδώ και από εκεί. Κάποια κομμάτια που καταφέρνουν να ακούγονται καλά στο σύνολό τους. Πχ το Hunters of Doom ή το Butterflies που κάτι μου θυμίζει αλλά δεν μπορώ να βρω τι ή το Sink or Swim που τελικά φέρνει στο μυαλό το Load που λέγαμε πριν. Και το The Greying Chill of Autumn που είναι το μόνο κομμάτι που προσπαθεί να πάει λίγο παραπέρα. Αλλά σε γενικές γραμμές μάλλον αδιάφορο και αυτό. Το πείραμα απέτυχε. Να δούμε τι θα γίνει με τη δεύτερη απόπειρα.

_
6.7

Those will burn: The Greying Chill of Autumn